25.6.10

ΣΤΕΙΛΕ ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ


MANDA BALA - SEND A BULLET
Σκηνοθεσία: Τζέισον Κον

ΗΠΑ/Βραζιλία 2007. Διάρκεια: 85΄


Αν αναλογιστούμε ότι αυτό που πάνω απ’ όλα επιδιώκει μια ταινία μυθοπλασίας είναι να πείσει τον θεατή για την, δυνητική έστω, αλήθεια της, να πετύχει δηλαδή αυτό που στο Χόλιγουντ αποκαλούν “suspension of disbelief” – ελληνιστί «άρση της δυσπιστίας» - θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τελικά η απόλυτη ταινία μυθοπλασίας είναι το ντοκιμαντέρ. Γιατί το ντοκιμαντέρ είναι ακριβώς η ταινία που αντλεί εξ ολοκλήρου το υλικό της από την πραγματικότητα. Περιέργως όμως, όσο χρειάζεται η μυθοπλασία το ντοκιμαντέρ, δηλαδή την αλήθεια, άλλο τόσο χρειάζεται και το ντοκιμαντέρ την μυθοπλασία, δηλαδή το ψέμα, το «παραμύθιασμα», τη σκηνοθεσία. Η ωμή πραγματικότητα στερείται φόρμας, νοήματος, λογικού ειρμού. Είναι βαρετή, χύμα, άμορφη. Γι’ αυτό και το ντοκιμαντέρ αναγκάζεται να καταφεύγει ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο ασύστολα, σε τεχνικές της μυθοπλαστικής σκηνοθεσίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ντοκιμαντέρ που σας προτείνουμε σήμερα. Πρόκειται για ένα ταξίδι στη Βραζιλία, το οποίο εστιάζει σε δυο επιμέρους ζητήματα, σύμβολα της ευρύτερης παθογένειας της βραζιλιάνικης κοινωνίας. Το ένα είναι ένα τεράστιο σκάνδαλο υπεξαίρεσης δημόσιων κονδυλίων από έναν επιφανή πολιτικό της Βόρειας Βραζιλίας ονόματι Ζάντερ Μπαρμπάλιο. Το άλλο είναι το πρόβλημα των απαγωγών πλουσίων με σκοπό την απόσπαση λύτρων το οποίο μαστίζει ιδιαίτερα το Σάο Πάολο. Παρότι τα ζητήματα αυτά ηχούν αρκούντως σοβαρά και σκοτεινά, η προσέγγιση εμφορείται από έναν ανάλαφρο χαρακτήρα. Έντονα χρώματα, γρήγορο μοντάζ, κεφάτη βραζιλιάνικη μουσική. Ταυτόχρονα παρατηρούμε μια έντονη τάση για προβολή εντυπωσιακών εικόνων. Ο Μπαρμπάλιο φέρεται να είχε φτιάξει ένα εργοστάσιο εκτροφής βατράχων προκειμένου να ξεπλένει τα χρήματα που υπεξαιρούσε. Πλάνα από το εκτροφείο αυτό, με τα χιλιάδες βατράχια να αλληλοκατασπαράσσονται και αργότερα να γδέρνονται από τους υπαλλήλους κρεμασμένα στην κορδέλα παραγωγής συνοδεύουν σχεδόν κάθε αναφορά της ταινίας στον Μπαρμπάλιο, δημιουργώντας μια δυνατή οπτική μεταφορά για την μοίρα του πολυπληθούς υποπρολεταριάτου των βραζιλιάνικων παραγκουπόλεων. Από την άλλη, στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ τίθεται ένας πλαστικός χειρούργος που ειδικεύεται στην επικόλληση αυτιών που οι απαγωγείς κόβουν από τα θύματά τους. Η κάμερα θεωρεί σκόπιμο να διεισδύσει ακόμα και στην αίθουσα του χειρουργείου, προκειμένου να παρακολουθήσουμε από κοντά μια τέτοια ιατρική επιχείρηση. Εικόνες που μένουν στο μυαλό, που αποτροπιάζουν, που τρομοκρατούν. Φτηνός εντυπωσιασμός, από τη μια, έξυπνη αξιοποίηση του κινηματογραφικού μέσου από την άλλη. Έτερο άξιο αναφοράς χαρακτηριστικό είναι η «γιάνκικη», αμερικανοκεντρική προσέγγιση της ταινίας. Σκηνοθετημένη από Αμερικανό, η ταινία εστιάζει μεταξύ άλλων σε έναν νεαρό εύπορο αμερικάνο επιχειρηματία που διαμένει στο Σάο Πάολο, ο οποίος πάσχει από την χαρακτηριστικά δυτική νεύρωση της ασφάλειας, και προσπαθεί απεγνωσμένα να αποφύγει μια ενδεχόμενη απαγωγή. Η ταινία τον παρουσιάζει ουδέτερα, επιτρέποντας τόσο την ταύτιση μαζί του (αντίδραση πιθανότερη ίσως στις ΗΠΑ), όσο και την γελοιοποίησή του. Δύσκολα αποφεύγει κανείς έναν χαιρέκακο καγχασμό μπροστά στο «πρόβλημα» των επιπλέον εξόδων που συνεπάγεται η θωράκιση μιας Πόρσε. Τέλος, το οξύμωρο είναι ότι ενώ φαινομενικά η ταινία καταδικάζει τη βία, μοιάζει ταυτόχρονα να συναρπάζεται από αυτήν. Τα πλάνα πάσης φύσεως όπλων που έρχονται και επανέρχονται αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα μιας χαρακτηριστικά american νοοτροπίας και της κάπως ανεύθυνης υιοθέτησης μιας ταραντινικής αισθητικής, σύμφωνα με την οποία το Κακό μπορεί να καταπολεμηθεί με τη χρήση μιας καρτουνίστικης βίας, με περίστροφα, καραμπίνες και μυδραλιοβόλα. Allright. Η ταινία όμως τελικά αξίζει οπωσδήποτε μια θέαση, είναι επιτήδεια φτιαγμένη, συναρπαστική, και θεωρώ ότι προβληματίζει γόνιμα, θέτοντάς μας κατάμουτρα σε μια κοινωνική κακοήθεια που μοιάζει να μας αφορά ολοένα και περισσότερο.

***


13.6.10

Maradona by Kusturitsa



Σκηνοθεσία: Εμίρ Κουστουρίτσα

2008. Διάρκεια: 90΄


Μαραντόνα καρνάβαλε! Μαραντόνα Θεέ! Παρθένα της Γουαδελούπης! Παναγία της κόκας και Άγιο Πνεύμα των φτωχογειτονιών του Μπουένος Άιρες! Άγιε των γηπέδων! Καντηλανάφτη των νονών της Νάπολι! Μεγάλε Μαραντόνα, υπήρξες ακόμα και δήμιος της εθνικής του Αλκέτα Παναγούλια…

Μαραντόνα τρελέ! Κατεβάζεις κόσμο στις πορείες! Μοιράζεσαι το βήμα με τον Τσάβες και καπνίζεις μαζί με τον Φιδέλ! Κάνεις κωλοδάχτυλο και ένα ολόκληρο γήπεδο σε αποθεώνει! Δοκιμάζεις για πολλοστή φορά να πεθάνεις και όλοι κλαίνε! Μαραντόνα τσιγγάνε, εγωπαθή και ξέχειλε! Μπολιβάρ ήσουν ωραίος ως Έλλην, και Μαραντόνα εσύ είσαι ωραίος ως Βαλκάνιος!


Για αυτά και για άλλα τόσα, ο Εμίρ Κοστουρίτσα επί δύο χρόνια σκηνοθετούσε το ντοκιμαντέρ αυτό για τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, την «καλύτερη ταινία του κόσμου».

Πώς όμως σκηνοθετείς ένα ντοκιμαντέρ – δηλαδή μια ταινία τεκμηρίωσης – όταν θέμα σου είναι ένα φαινόμενο που οι τεράστιες διαστάσεις του οφείλονται σε εξω-λογικούς λόγους; Γιατί πράγματι, η ιστορία του Μαραντόνα θα μπορούσε απλά να είναι μια ιστορία ενός ταλαντούχου ποδοσφαιριστή – ίσως του καλύτερου που έπαιξε ποτέ – που έφθασε στο ζενίθ της επιτυχίας και έπειτα ζαλισμένος και άμυαλος κατρακύλησε στο ναδίρ των καταχρήσεων. Τέτοια συμβαίνουν, συνέβαιναν και θα συμβαίνουν. Πού βρίσκεται το ξεχωριστό λοιπόν; Γιατί έχει σημασία σήμερα κάποιος που κλώτσησε ένα τόπι για τελευταία φορά πριν από δεκαπέντε χρόνια;

Η ιστορία του Μαραντόνα έχει σημασία γιατί μαγικά συγκλίνει σε όλες τις αρχετυπικές δομές μιας ιστορίας που είναι ωραίο να την ακούς. Μια ιστορία για το πάμφτωχο αγόρι που έφτασε στην κορυφή και έπειτα τα γκρέμισε όλα. Για τον outsider που παίζει και απ’ τις δυο πλευρές του νόμου (το καλύτερο γκολ του αιώνα / το πιο παράνομο γκολ του αιώνα). Για την ενσάρκωση ενός φτωχού έθνους στις κινήσεις ενός παίκτη που παίρνει μες το γήπεδο τη συλλογική ρεβάνς για έναν πόλεμο που χάσαν από μια υπερδύναμη. Και τέλος, για την εξουσία του αυστηρότερου διαιτητή, του θανάτου, που ο Μαραντόνα καταφέρνει και ντριμπλάρει.


Είναι μια ιστορία που δε μετρά καθ’ αυτή. Μετρά ο συμβολικός και φαντασιακός αντίκτυπός της. Εκεί είναι που αποκτά το βάρος της, στη φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων αποκλεισμένων από τα κέντρα της δύναμης και του πλούτου. Η φτώχια θέλει καλοπέραση και θέλει σουρεαλισμό. Αυτό το γνωρίζει καλά ο Κουστουρίτσα. Το ’χει βιώσει στην πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων και το ’χει αποτυπώσει στη φιλμογραφία του.


Το ντοκιμαντέρ διανθίζεται από τις απίστευτες τελετουργίες της Εκκλησίας του Μαραντόνα (ναι υπάρχει τέτοια εκκλησία!) που ιερουργεί, παντρολογεί και δοξάζει με ναό ένα γήπεδο και ένα στριπτιζάδικο. Μεταξύ τους σε διάφορα κεφάλαια θα ξεδιπλωθεί η ιστορία του Μαραντόνα με τον Κουστουρίτσα να του παίρνει συνέντευξη.


Η ταινία δεν αγιοποιεί και ούτε καταδικάζει. Ο Μαραντόνα ήταν μια ιδιοφυΐα των γηπέδων και έξω από αυτά είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, με τις κοινοτυπίες του, τους μελοδραματισμούς του. Ο μύθος μεταλλάσσει το υλικό του και ο Κουστουρίτσα αναδεικνύει το ετερόκλητο μωσαϊκό του. Πλαισιώνει το ντοκιμαντέρ του (αν δε το γύριζε αυτός, ο επόμενος κατάλληλος θα ήταν ο Μάνου Τσάο) με τη δική του αφήγηση σε αγγλικά σλαβόφωνης προφοράς, μια αφήγηση ηρωική και πένθιμη για τον ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο Μαραντόνα και για ένα κόσμο που ανθίζει στη περιφέρεια του Κόσμου.


Ω, Μαραντόνα Προπονητή! Εκλιπαρώ. Μη μας ρίξετε πολλά με τον προφήτη σου το Μέσι, στη Νότιο Αφρική το Καλοκαίρι.


Αξιολόγηση (σπονδή εν όψει του μουντιάλ): * * * * * (5)



Δημήτρης Δρένος


12.6.10

ASTRO BOY


Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Μπάουερς
Ακούγονται: Νίκολας Κέητζ, Κρίστεν Μπελ, Σάμουελ Τζάκσον, Σαρλίζ Θερόν, Μπιλ Νάι, Ντόναλντ Σάδερνλαντ, Φρέντι Χάιμορ
Διάρκεια: 94’


Κινούμενα σχέδια! Μια ταινία «για τους μικρούς μας φίλους» όπως λένε. Μα και για τους μεγάλους. Τους πολιτικούς που αυτονομούνται από τη δημόσια σφαίρα κυβερνώντας με το βλέμμα στις δημοσκοπήσεις, τους επιστήμονες που ανακαλύπτουν για να ανακαλύπτουν, τους τεχνοκράτες που απορροφούν την αυτονομία μας ρυθμίζοντας τις ζωές μας, τις ζωές μας που εν τέλει τις ζούμε εις βάρος κάποιων άλλων. Κάποιων άλλων στην Αφρική και την Ασία που δε μένουν στις ωραίες μας πόλεις αλλά στις χωματερές τις ευημερίας μας.


Κάπου στο μέλλον η καταστροφή του περιβάλλοντος οδηγεί τους προνομιούχους να αποσπάσουν ένα βουνό από την επιφάνεια της γης και να το ανορθώσουν στον αέρα. Εκεί δημιουργείται η υπερσύγχρονη «Μέτρο», η μητρόπολη σύμβολο των μοντέρνων ονείρων και αρχιτεκτονικών σχεδιασμών μας. Στη Μέτρο οι καρποί του δεύτερου κύματος της ρομποτικής, ρομπότ ικανά να αναλάβουν το σύνολο της ανθρώπινης εργασίας – πλην του σχεδιασμού τους – υπηρετούν τους ανθρώπους.

Όπως όμως κάθε ειδύλλιο χρειάζεται την ανάμνηση ή την ύπαρξη μιας κόλασης, όπως κάθε σχεδιασμός χρειάζεται και αυτό «που δεν κολλάει στο σχέδιο», όπως κάθε παραγωγική διαδικασία παράγει τα απορρίμματά της, έτσι χρειάζεται μια γιγαντιαία χωματερή για τους ανθρώπους που δεν ανήκουν στη Μέτρο και τα ρομπότ που πάλιωσαν και από υπερχρήσιμα μετατρέπονται σε απολύτως άχρηστα. Αυτό είναι η «Επιφάνεια», δηλαδή η γη.

Τη Μέτρο κυβερνά ο Πρόεδρος Στόουν, ένας εξουσιομανής που ανησυχεί για την επανεκλογή του. Όταν ο Επιστήμονας Έλεφαντ ανακαλύψει δυο νέες μορφές ενέργειας, την Μπλε που ενέχει το σπέρμα του «καλού» και την Κόκκινη που ενέχει του «κακού», ο Πρόεδρος θα θελήσει με την κόκκινη να τροφοδοτήσει ένα υπερ-ρομπότ, βίαιο και κατασταλτικό, φόβητρο για τους εξωτερικούς εχθρούς της Επιφάνειας και σίγουρη οδό για την επανεκλογή του. Ο ουμανιστής Έλεφαντ θα αρνηθεί, όμως ο αρχετυπικός μοντέρνος επιστήμονας Τένμα δε θα διστάσει όταν ο πρόεδρος του υποσχεθεί «χρηματοδότηση για ό,τι θέλει». Όμως το κόκκινο ρομπότ – καθώς η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη όπως μας μάθαιναν στο σχολείο, η τεχνολογία έπεται της λογικής της και της πρόθεσης, αυτές καθορίζουν το τι θα ανακαλύψουμε – θα σκοτώσει το γιο του. Και τότε ο απελπισμένος Τένμα θα φτιάξει ένα πανομοιότυπο ρομπότ, με καρδιά του την μπλε ενέργεια, για να τον αναστήσει.

Είναι ο Άστρο Μπόυ. Ρομπότ για τους ανθρώπους και άνθρωπος για τα ρομπότ. Θα εξοριστεί μα δε θα βρει σπίτι ούτε στην Επιφάνεια. Θα βρει όμως συντρόφους και τελικά αυτό το μπάσταρδο του τεχνικού πολιτισμού θα νικήσει το υπερ-ρομπότ, τον Πρόεδρο και την κόκκινη ενέργεια σε μια τελική μάχη.

Πανέξυπνη ταινία και διεισδυτική αλληγορία. Δεν είναι τόσο στοχασμός για τα ηθικά ζητήματα που θα προέκυπταν σε μια εκρομποτισμένη κοινωνία όσο σχόλιο για το περιθώριο, τις κατώτερες τάξεις, τους απόβλητους και αναλώσιμους ανθρώπους. Τα ρομπότ του έργου γίνονται μετωνυμία για όλους τους δούλους, υπηρέτες, σκλάβους, κίτρινους, μαύρους, ινδιάνους και πακιστανούς που κάθε τόσο τους θεωρούμε υπάνθρωπους, ρομπότ χωρίς καλώδια και ανθρώπους χωρίς ψυχή. (προσέξτε τη σκηνή που αναφέρεται στο Σπάρτακο του Κιούμπρικ)


Το κείμενο κάπου εδώ τελειώνει και είναι φριχτά άνισο και μπερδεμένο. Μα μια καλή ταινία επιστημονικής φαντασίας οφείλει να σε μπερδεύει, να γίνεται το πειραματικό εργαστήριο των ενδεχομένων. Μια υπέροχη ταινία για τους μικρούς μας φίλους, για εμάς που μεγαλώσαμε και φυσικά ενάντια στους μεγάλους εχθρούς μας.


* * * *


Δημήτρης Δρένος

4.6.10

JAR CITY


Σκηνοθεσία: Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ

Παίζουν: Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον, Άτλι Ραφ Σίγκουρντσον, Τόρστιν Γκούναρσον

Ισλανδία, 2006. Διάρκεια: 94΄


Αστυνομικό θρίλερ σκληρό, νοσηρό, ατμοσφαιρικό, με μια πλοκή εύκολα προβλέψιμη, αλλά με αρκετή αφηγηματική επιτηδειότητα ώστε να το κρύβει εντέχνως, το Jar City μας ξανασυστήνει τον Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ, τον σκηνοθέτη που συνέβαλε αποφασιστικά στην αναγέννηση του ισλανδικού κινηματογράφου. Με τα 101 Ρέικιαβικ, ο Κορμάκουρ μας παρουσίασε μια Ισλανδία γεμάτη νεανικό παλμό, θετική ενέργεια και δωρεάν θέρμανση από τα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου που διαθέτει το απόμακρο αυτό νησί στην βορειοδυτική εσχατιά της Ευρώπης. Στο Jar City τα πράματα έχουν αλλάξει άρδην: Η Ισλανδία παρουσιάζεται τώρα σαν μια χώρα σκοτεινή και βλοσυρή, ένα τοπίο σεληνιακό, όπου οι ατμοί και τα αέρια που αναβλύζουν από την στέρφα γη δεν εκφράζουν πλέον το όνειρο μιας φτηνής ενεργειακής πηγής, αλλά τον εφιάλτη μιας κοινωνίας απόκοσμης, εσωστρεφούς, με καλά κρυμμένα μυστικά και ανθρώπους που στοιχειώνονται από μια ενέργεια δαιμονική.

Η ταινία βασίζεται στο γνωστό μοτίβο του αστυνομικού που ερευνά ένα φόνο. Ο Έρλαντουρ είναι ένας ακόμα σκληροτράχηλος, μισανθρωπικός ντετέκτιβ, που κρύβει πίσω από την εργασιομανία του και την επαγγελματική του ευσυνειδησία την πλήρη αποτυχία της προσωπικής του ζωής. Καλείται να διερευνήσει τον φόνο ενός περιθωριακού ατόμου, που μοιάζει να μην είναι τίποτα παραπάνω από ένας απόκληρος της ζωής εθισμένος στην πορνογραφία. Εκκινώντας από τη φωτογραφία του μνήματος ενός παιδιού που εντοπίζει στο διαμέρισμά του, ο Έρλαντουρ θα επιχειρήσει να ξετυλίξει το νήμα του δράματος της ζωής αυτού του ανθρώπου, προκειμένου να διαλευκάνει το μυστήριο της δολοφονίας του. Στην υπόθεση εμπλέκεται επίσης και ο Ορν, ένας πονεμένος πατέρας που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει κάποια θεραπεία για την μικρή του κόρη, η οποία πάσχει από μια ανίατη θανατηφόρο ασθένεια. Στην πραγματικότητα, το θέμα του πονεμένου πατέρα, της αποτυχίας της οικογένειας και του κατατρεγμού από τους δαίμονες ενός αναπόδραστου παρελθόντος αποτελούν κυρίαρχα μοτίβα του έργου. Η Ισλανδία παρουσιάζεται σαν ένα περίκλειστο νησί-παγίδα, με λιγοστούς κατοίκους που αναπόφευκτα διαπλέκονται μεταξύ τους με νήματα που συχνά δεν θέλουν καθόλου να θυμούνται. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από κανέναν και τίποτε, αργά ή γρήγορα η νέμεση έρχεται, και είναι σκληρή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και το δευτερεύον μοτίβο της έρευνας του γενετικού υλικού, μοτίβο που εμπνέεται μάλιστα από ένα υπαρκτό πρότζεκτ της ισλανδικής κυβέρνησης, το οποίο έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις. Jar City είναι μια τεράστια υπηρεσία στην οποία υποτίθεται πως φυλάσσεται το γενετικό υλικό όλων των κατοίκων της χώρας. Η πρόσβαση στο αρχείο αυτό, νόμιμη ή ίσως και παράνομη, μπορεί να δώσει ουκ ολίγες πληροφορίες σε πληθώρα ερωτημάτων σχετικά με την αληθινή ταυτότητα, την κατάσταση της υγείας και το γενεαλογικό δέντρο του οποιουδήποτε. Εδώ η Ισλανδία της εσωστρέφειας και της παράδοσης συναντά σε έναν μάλλον παρά φύση γάμο την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Το μόνο που λείπει από την ταινία είναι μια μικρή έστω νύξη στις οικονομικές δομές της χώρας. Μήπως τελικά εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού εδράζεται το αληθινό «κακό» της ισλανδικής κοινωνίας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ξεπερνά όμως τις προθέσεις και την εμβέλεια του καλοφτιαγμένου κατά τ’ άλλα θρίλερ του Κορμάκουρ.


***


20.5.10

ΣΚΑΝΔΑΛΟ


THE WALKER

Σκηνοθεσία: Πωλ Σρέντερ
Παίζουν: Γούντι Χάρελσον, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Γουίλιαμ Νταφόε, Λορίν Μπακόλ

ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 104
΄

Όλα αλλάζουν σ’ αυτόν τον κόσμο... Τα τηλεοπτικά σόου «βάζουν τα ρούχα τους αλλιώς» για να κρατήσουν τους δείκτες ψηλά. Έτσι, και το videodrome αποφάσισε να πειραματιστεί. Ας μην είμαστε όμως τόσο κυνικοί. Το θέμα μας δεν είναι η αναγνωσιμότητα αλλά το τι νόημα έχει τελικά μια κριτική. Μήπως είναι μονοδιάστατη; Μήπως μιλά μόνο ο κριτικός και όχι το έργο; Έτσι αποφασίσαμε να συζητήσουμε τρεις από μας, στο msn, για το έργο. Και να που μας πήγε ο διάλογος…

(ΥΠΟΘΕΣΗ: ένας ομοφυλόφιλος συνοδός πλούσιων κυριών γίνεται ύποπτος για φόνο ενώ η Ουάσιγκτον βράζει από πολιτικές αντιπαραθέσεις)


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ομολογώ πως δεν πολυκατάλαβα την ίντριγκα του έργου…

ΣΩΤΗΡΗΣ: Η ίντριγκα ήταν πρόσχημα για τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή. Και των γυναικών που τον πλαισιώνουν, αν και σε μικρότερο βαθμό.

ΠΑΝ: Υπάρχει και πολιτικό σχόλιο στην ταινία, δε θα πρέπει να παραμείνουμε μόνο σε ένα ψυχολογικό περίβλημα.

ΣΩΤ: Εγώ πιστεύω πως η ίντριγκα και το πολιτικό στοιχείο είναι δευτερεύοντα. Ενδιαφέρον δεν έχει το τι γίνεται αλλά η μορφή και η παρουσίαση. Το βραδυφλεγές μυστήριο. Ένα ψέμα που υπάρχει και δεν υπάρχει, κανείς δεν ξέρει που είναι, το προσεγγίζουμε μα δεν το αγγίζουμε. Είναι μια ταινία για την κατασκευή του ψέματος και της υποκρισίας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Με εντυπωσίασε η ταινία! Ξεκινά με έναν ευφυή, συμβολικό διάλογο. Επί 5 λεπτά το πλάνο δε δείχνει τους ήρωες που μιλούν, αλλά τις ταπετσαρίες που θυμίζουν Βερσαλλίες. Κουβεντούλα γριών αστών γυναικών. Οι άντρες κάπου ασχολούνται με την πολιτική. Αντρική, βρώμικη δουλειά. Και ο ήρωας, βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα.

ΣΩΤ: Ένας άντρας υβρίδιο.

ΔΗΜ: Γλυκερός και γλυκός, κομψός και με ανατροφή. Δεν είναι σαν εκείνους. Μα ούτε είναι και γυναίκα. Και μετά είναι το πολιτικό σχόλιο. Για μια Αμερική που άλλαξε άρδην και υποδόρια μετά την 11/9. Η σκληρότητα της εξουσίας μα και το soft power του σαβουάρ βιβρ.

ΠΑΝ: Εγώ πάλι βλέπω αδυναμίες. Πολλές σκηνές δεν πιστεύω πως θεμελιώνονται ψυχολογικά.

ΣΩΤ: Γιατί; Είναι ένα παιχνίδι ψέματος και καλών τρόπων. Γυναίκες παγιδευμένες στο «οικογενειακό οικοδόμημα»

ΠΑΝΑΓ: Πώς σας φάνηκε ο ήρωας; Αυτή η σκιά του πατέρα του, λίγο υπερβολική δεν είναι;

ΣΩΤ: Συμπαθής. Είναι από τα λίγα μη υπερβολικά στοιχεία της ταινίας

ΔΗΜ: Εγώ νομίζω ότι αποτελεί την ενσάρκωση της κοινότητας των Δημοκρατικών της Αμερικής. Γοητευτικοί, χαρισματικοί, κοντά στο Ευρωπαϊκό στυλ, μα και τόσο «φλώροι»… Και ταυτόχρονα αποτελεί την καρικατούρα που στηλιτεύουν διαχρονικά οι ρεπουμπλικάνοι.

ΠΑΝ: Δε θα συμφωνούσα με αυτή τη διάκριση ρεπουμπλικάνων – δημοκρατικών…

ΣΩΤ: Βασικά η Αμερική φαίνεται να έχει κολλήσει σε μια μετεμφυλιακή κατάσταση μεταφερμένη στο σήμερα.

ΠΑΝ: Να συνοψίσουμε;

ΣΩΤ: Πιο πολύ μου άρεσε ο χαρακτήρας του ήρωα. Ο εγκλωβισμός σε μια μοναξιά που θέλει να αποφύγει. Η καταπίεση του πατρικού προτύπου, το γεγονός ότι ένας άντρας πρέπει να κάνει κάτι μεγάλο και όχι να κάθεται σαν ... γυναικούλα.

ΔΗΜ: Νομίζω πως πολιτικό και ψυχολογικό διαπλέκονται. Ως ομοφυλόφιλος – καλλιεργημένος και απόβλητος – ζει μια πιο εσωτερική, ευαίσθητη ζωή. Δυσπιστεί για τους βίαιους πολιτικούς και αυτοί τον θεωρούν γελωτοποιό πολυτελείας. Το φιλμ είναι ένα ψυχογράφημα. Ο ψυχισμός του από ένα αρχικό εσωτερικό ναδίρ φθάνει σε ένα εξωτερικό ηρωικό ζενίθ που προκαλείται από τη βίαιη είσοδο της πολιτικής της - μετά την 11/9 - Αμερικής στη ζωή του.

ΠΑΝ: Και μήπως η μόνη αληθινή αγάπη της ταινίας είναι αυτή για τη γάτα του;!

ΔΗΜ: … που τη λένε Λάνσελοτ – ο πιο ρομαντικός από τους ιππότες της στρογγυλής τραπέζης!

ΣΩΤ: Μπα! Νομίζω πως αγαπά τον φίλο του!

(φωνή εξ’ ουρανού): Μας πρήξατε! Βαθμολογείστε!

ΠΑΝ: 3
ΣΩΤ: 4
ΔΗΜ: 5

(και τώρα που δε μ ακούν οι άλλοι δυο, σας λέω, είναι καταπληκτική ταινία!)


Μέσος όρος αξιολόγησης: * * * * (4)

Παναγιώτης Κιούσης
Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος

Δημήτρης Δρένος

1.5.10

LEONERA


ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΛΟΝΤΑΡΙΟΥ

Σκηνοθεσία: Πάμπλο Τραπέρο
Παίζουν: Μαρτίνα Γκούσμαν, Έλι Μεδέιρος, Λάουρα Γκαρθία

Αργεντινή, 2008. Διάρκεια: 113΄


Ο συνήθης συνειρμός όταν ακούει κανείς για ταινία σε γυναικείες φυλακές είναι το ελαφρύ πορνό, και μάλιστα με έντονα λεσβιακό χαρακτήρα και σαδομαζό αποχρώσεις. Όπως στην πραγματική ζωή, έτσι και στον κινηματογράφο οι κρατούμενες είναι εύκολα θύματα για εκμετάλλευση. Προσφέρονται για ερεθιστικό θέαμα. Κι αν τυχόν ο σκηνοθέτης δεν θέλει να εκτεθεί πολύ, μπορεί να το γυρίσει σε σκληρή περιπέτεια. Ή σε κραυγαλέο μελόδραμα. Ακόμα όμως και με έντονη την επίφαση του «κοινωνικού προβληματισμού», ή της καταγγελίας (ωραίο άλλοθι κι αυτό), ο exploitative, εκμεταλλευτικός χαρακτήρας παραμένει. Ακριβώς αυτό το στοιχείο είναι που λείπει από την εξαιρετική ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα. Παρότι πρόκειται για μια ακραία ιστορία με έντονα συναισθήματα, την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που παρασύρεται σε μια υπόθεση δολοφονίας, γεννά μέσα στη φυλακή και αργότερα αγωνίζεται να κρατήσει την κηδεμονία του παιδιού της, ο σκηνοθέτης δεν αποσκοπεί ούτε στην εύκολη συγκίνηση του θεατή, ούτε πολύ περισσότερο στον ερεθισμό του. Τα πράγματα παρουσιάζονται με απλότητα και φυσικότητα. Οι κρατούμενοι, ακόμα κι οι δολοφόνοι, είναι άνθρωποι σαν κι εμάς. Ίδιες ανάγκες έχουμε όλοι. Και πιθανότατα όλοι θα μπορούσαμε, κάτω φυσικά από τις κατάλληλες συνθήκες, να βρεθούμε στη θέση τους. Και βέβαια, μια μάνα είναι πάντα μια μάνα. Είτε είναι ένοχη δολοφονίας είτε όχι. Είτε βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, είτε έξω απ’ αυτή, περιορισμένη πάντως από τις εκάστοτε συμβάσεις της κοινωνίας. Η κάμερα απλώς καταγράφει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με προσοχή και προσήλωση, όχι όμως και ψυχρότητα. Αφουγκράζεται με ευαισθησία. Και αφήνει τα συμπεράσματα στον θεατή. Κι αυτή ακριβώς είναι η δεύτερη μεγάλη αρετή της. Δεν επεξηγεί, δεν δραματοποιεί, δεν εκβιάζει σκέψεις ή συναισθήματα. Όταν δείχνει για παράδειγμα ένα χάδι, δεν πλησιάζει την κάμερα υπερβολικά για να δούμε πόσο τρυφερό ή όμορφο είναι. Όλοι ξέρουμε ότι τα χάδια είναι τρυφερά και όμορφα. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Ούτε προσθέτει από πίσω μελιστάλαχτη μουσική για να μας κάνει να νιώσουμε τρυφερότητα σαν τα σκυλάκια του Παβλόφ. Μας αφήνει ελεύθερους να νιώσουμε ό,τι θέλουμε. Ούτε έχει πολλά λόγια και επεξηγηματικούς διαλόγους. Όποιος έχει μάτια βλέπει. Κι όποιος έχει φαντασία φαντάζεται. Υπάρχει κάτι βαθιά ανθρωπιστικό σ’ αυτή τη στάση, κάτι που αφορά στην αντιμετώπιση από τους δημιουργούς της ταινίας τόσο των ηρώων της, και κυρίως της γοητευτικής και περήφανης κεντρικής ηρωίδας-μάνας, όσο και των θεατών της. Η ταινία σέβεται και τους μεν και τους δε. Προσεγγίζει τις πρωταγωνίστριές της με ενδιαφέρον και κατανόηση, χωρίς όμως διάθεση ούτε να τις ηρωοποιήσει, ούτε να εκμεταλλευτεί τα πάθη ή τα προβλήματά τους. Από την άλλη, αντιμετωπίζει τους θεατές ως νοήμονες ανθρώπους, ικανούς να βγάλουν μόνοι τους τα συμπεράσματά τους. Δεν τους τα υπαγορεύει. Ασκεί την υψηλή τέχνη του υπονοούμενου, της αφηγηματικής έλλειψης, του κενού που εμείς καλούμαστε να συμπληρώσουμε. Σεβασμός στον άνθρωπο, σεβασμός στον θεατή. Μεγάλη υπόθεση.

****

11.4.10

100% ΗΛΙΘΙΟΣ


TRAINWRECK: MY LIFE AS AN IDOIT


Παίζουν: Σον Ουίλιαμ Σκοτ, Γκρέτσεν Μολ, Τζεφ Γκάρλιν

ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 93΄


Τελικά, το να παριστάνεις τον ηλίθιο είναι κάτι που πουλάει. Το γνωρίζει πολύ καλά η Ελένη Μενεγάκη, η οποία έχτισε μια καριέρα εκατομμυρίων προσπαθώντας να πείσει τον κάθε βλαμμένο τηλεθεατή πρωινάδικων ότι μια ξανθιά γυναικάρα μπορεί να είναι ηλιθιότερη από τον ίδιο. Το γνωρίζει επίσης και ο Σον Γουίλιαμ Σκοτ, ήδη από την εποχή του American Pie, του Road Trip και του Dude, Wheres my Car. Η δικιά του περίπτωση όμως είναι λίγο πιο περίπλοκη: Γελάμε μεν εις βάρος του, γελάμε όμως και γιατί μπορούμε να ταυτιστούμε (κρυφά, έστω) μαζί του. Υπάρχει κάτι το λυτρωτικό στην ταύτιση με έναν ηλίθιο και ανίκανο άνθρωπο, ίσως γιατί τελικά η ζωή μας δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται, ίσως γιατί όλοι μας κάποιες φορές νιώθουμε πνιγμένοι μέσα σε έναν ωκεανό από γραπτούς και άγραφους κανόνες, χρήσιμες και άχρηστες πληροφορίες, κοινωνικές συμβάσεις και απαιτήσεις των άλλων. Η ταινία που σας προτείνουμε αυτή τη βδομάδα βγάζει ακριβώς αυτή τη διττότητα: Από τη μια το γελοίο του πράγματος, κι από την άλλη τη σοβαρή πλευρά, την οδυνηρή διάσταση του «βλάκα» που κρύβουμε μέσα μας επιμελώς λίγο-πολύ όλοι μας. Ο ήρωας της ταινίας, παρότι μεγαλωμένος με όλες τις ανέσεις, βαδίζει από αποτυχία σε αποτυχία: δυσκολεύεται να διαβάσει και να γράψει, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, παθαίνει διάφορες κρίσεις πανικού, αδυνατεί να πάρει αποφάσεις, δεν ξέρει ούτε καν πού να παρκάρει το αυτοκίνητό του για να μην τον γράψουν, αλλά ούτε και πώς να πληρώσει τις κλίσεις που παίρνει. Ακόμα και ένα σκάφος που του δάνεισαν κάποτε, κατάφερε να το βυθίσει με το πρώτο. Καθόλου παράξενο λοιπόν που το έχει ρίξει στο ποτό και γυρίζει από συγκέντρωση σε συγκέντρωση των Ανώνυμων Αλκοολικών διηγούμενος τις περιπέτειές του. Πάνω στο εύρημα αυτών των αφηγήσεων είναι δομημένη η ταινία, σαν μια σειρά από διαδοχικά, συχνά πολύ αστεία, φλάσμπακ. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις θα γνωρίσει και το απαραίτητο «αίσθημα». Η πρώτη τους ερωτική συνεύρεση θα λυτρώσει πιθανόν πολλούς θεατές από τις δικές τους ανασφάλειες: απόδοση χειρότερη από τη δική του μάλλον δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Κι όμως, όπως δείχνει η συνέχεια, δεν παίζεται εκεί το παιχνίδι των σχέσεων. Η ταινία από τη μία σε λυτρώνει, από την άλλη όμως σου υπενθυμίζει: αδύνατον να ζήσεις μια κανονική ζωή αν δεν μάθεις να αναλαμβάνεις και κάποιες ευθύνες, αν επιτέλους δεν «ενηλικιωθείς». Το κάνει όμως χωρίς να γίνεται διδακτική, αλλά ούτε και χαζοχαρούμενη, αποφεύγει μάλιστα και το κλασικό happy end. Το τελικό αποτέλεσμα δεν απογειώνεται, είναι όμως αρκούντως αστείο, έξυπνο και ευαίσθητο για μια κατ’ οίκον θέαση.

***


20.3.10

ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ



DRAG ME TO HELL

Σκηνοθεσία: Σαμ Ράιμι
Παίζουν: Άλισον Λόμαν, Τζάστιν Λονγκ

ΗΠΑ, 2009. Διάρκεια: 95΄


Σκυμμένος στο PC, προσπαθώντας να γράψω για το τελευταίο θριλεράκι του Σαμ Ράιμι πετυχαίνω στο msn το φίλο μου τον Λουκά Τσουκνίδα, παλιό συνεργάτη του εξώστη, και του προτείνω να το συζητήσουμε λίγο παρέα. Ο Λουκάς τσιμπάει, και ιδού ένα ρεζουμέ:

panayotiski: Έλα, Λουκά, προσπαθώ να γράψω για το Drag Me to Hell, το οποίο πήρε εξαιρετικές κριτικές στην Αμερική, ίσως λόγω ένδοξου παρελθόντος του σκηνοθέτη, εμένα όμως δεν μου φάνηκε ούτε επαρκώς σκοτεινό για θρίλερ, ούτε επαρκώς αστείο για κωμωδία. Εσύ τι λες;

loukas: Μια από τα ίδια. Θεωρώ ότι η ταινία είναι μια θλιβερή απόπειρα για καλτιά. θα περνούσε ίσως στο μαραθώνιο τρόμου του Νίκου Μαστοράκη, αλλά τίποτε παραπάνω.

panayotiski: Εμένα δεν μου φάνηκε καλτ, αλλά mainstream υβρίδιο, με σημαντικά προβλήματα ύφους. Έκανε πάντως μια αξιοπρεπή προσπάθεια να περάσει κάποια κοινωνικά-ταξικά θέματα.

loukas: Το πρόβλημα με τα ταξικά του θέματα είναι ότι βγάζουν μάτι.

p: Όχι. ΙΜΗΟ είναι αφομοιωμένα σε ένα σινεφίλ παραμύθι με μια κατάρα.

l: Μα στην ταινία μια κακή τράπεζα παίρνει το σπίτι ενός φτωχού. Πόσο πιο προφανές μπορεί να γίνει;

p: Πρόσεξε, όμως: η φτωχιά τσιγγάνα είναι κακιά και η κοπέλα που προδίδει την τάξη της γλυκύτατη.

l: Για τα εφέ τι έχεις να πεις; Φτηνιάρικα και ψεύτικα.

p: Υπάρχουν εφέ που να μην είναι ψεύτικα; Δηλαδή πώς μπορεί μια τσιγγάνα να ξεράσει ένα εκατομμύριο σκουλήκια με αληθινότητα;

l: Εννοώ ότι βγάζουν μάτι. Είναι παλιομοδίτικα.

p: Όντως. Μα, ΕΙΝΑΙ παλιομοδίτικη ταινία, τώρα που το σκέφτομαι, και αυτό είναι το κλειδί της. Νομίζω η ταινία προσπαθεί να παραπέμπει σε περασμένα κινηματογραφικά είδη.

l: Να μας θυμίσει πόσο κακά ήταν εκείνα τα είδη; Τα κατάφερε!

p: Όταν έβλεπες Στάθη Ψάλτη έλεγες "πω πω τι αριστούργημα"; Όχι, αλλά μπορείς να τον νοσταλγείς.

l: Δε νοσταλγώ γενικώς.

p: Τέσπα, πόσα αστεράκια βάζεις;

l: Δεν ξέρω ακόμη να βάζω αστεράκια... κάτσε να σκεφτώ λίγο… δε δείχνει βυζιά... μείον ένα αστεράκι… ελάχιστο αίμα… μείον άλλο ένα… για τη σκηνή με τη γριά στο αυτοκίνητο +1… επειδή η ταινία βλέπεται άνετα σε ταχύτητα 1.5... -1.5 αστεράκια.

p: LOL! Άντε να δούμε πού θα φτάσεις! Είσαι στο μείον 3!
l: Θα κλείσω στο 1.

p: 1, ε; Εγώ 2. Θεωρώ ότι για βίντεο στο σπίτι χωρίς απαιτήσεις είναι ΟΚ για εφήβους.

l: Ναι, αλλά καλύτερα πάρτε και μια δεύτερη ταινία...

Ο Λουκάς Τσουκνίδας είναι εκδότης του διαδικτυακού περιοδικού monkie.

27.2.10

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ


1 JOURNÉE

Σκηνοθεσία: Τζέικομπ Μπέργκερ

Παίζουν: Νατάσα Ρενιέρ, Μπρούνο Τοντεσινί, Νοεμί Κοσέρ

Ελβετία, 2007. Διάρκεια: 98΄


Ένας από τους γνωστότερους συνειρμούς που σχετίζονται με την Ελβετία είναι η έκφραση «ελβετικό ρολόι». Η Ελβετία αποτελεί τη χώρα-σύμβολο ακρίβειας στον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό μας. Ακρίβεια που προϋποθέτει βεβαίως προγραμματισμό και οργάνωση και συνεπάγεται προβλεψιμότητα. Όλα πάνε σαν ελβετικό ρολόι σημαίνει ότι όλα εξελίσσονται κατά τα προβλεπόμενα. Αυτήν ακριβώς την προβλεψιμότητα επιχειρεί να ξηλώσει τραβώντας λίγο-λίγο τις ραφές σαν χαλί που τραβιέται κάτω από τα πόδια μας ο βρετανικής καταγωγής ελβετός σκηνοθέτης Τζέικομπ Μπέργκερ. Εκκινώντας από το καταστατικό τρίγωνο της «ιεράς οικογένειας» μπαμπάς-μαμά-παιδί παρουσιάζει μια μέρα από τη ζωή των τριών τους παγιδεύοντας το θεατή μέσα σε έναν χρονικά επαναλαμβανόμενο βρόχο που παραπέμπει ταυτόχρονα και στη ρουτίνα και στην αναίρεσή της. Και οι τρεις ήρωες προσπαθούν απεγνωσμένα να δουν τη συγκεκριμένη μέρα σαν μια μέρα όπου έχει συμβεί κάτι το ξεχωριστό, κάτι που θα αλλάξει τη ζωή τους. Ο πατέρας χτυπάει κάποιον πεζό με το αυτοκίνητό του. Ή μήπως είναι ιδέα του; Η μητέρα διαπιστώνει ότι ο άνδρας της την απατά. Ή μήπως είναι κάτι που το ήξερε ήδη καλά; Όπως λέει η ίδια κάποια στιγμή «δεν μπορώ να νιώσω τίποτα πια. Είμαι σαν πεθαμένη». Ο σύγχρονος, πολιτισμένος κόσμος σαν ένας κόσμος απουσίας νοήματος, όπου οι άνθρωποι περιφέρονται σαν υπνωτισμένα ζόμπι. Είναι δυνατή η νοηματοδότηση της ζωής τους με κάτι το έκτακτο, το μη προβλέψιμο, με κάτι που θα τους ταρακουνήσει από τη ρουτίνα και την ασφάλειά τους; Με τη βοήθεια σταθερών και στιλπνών πλάνων ελβετικού αστικού τοπίου που έρχονται και επανέρχονται σε ένα μοντάζ που ακολουθεί πιστά τους ρυθμούς της εξαιρετικής υπνωτικής ηλεκτρονικής μουσικής του Σιρίλ Μορέν (Samsara), ο Μπέργκερ καταφέρνει να διανοίξει ρωγμές στον ήρεμο σύγχρονο αστικό βίο και στο κύτταρό του, το θεσμό της οικογένειας, και κλείνοντας το μάτι στον ερωτισμό που ελλοχεύει βαθιά μέσα μας σαν ένα κουτί της Πανδώρας που απειλεί μονίμως να ανοίξει, δημιουργεί μια ταινία αισθητικά πρωτότυπη και νοηματικά επαρκώς αινιγματική αλλά και ερεθιστική, ώστε να καταλύσει γόνιμους προβληματισμούς και συναισθήματα στον σινεφίλ θεατή.

****

14.2.10

ΠΑΜΕ ΟΠΟΥ ΘΕΣ


AWAY WE GO

Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες
Παίζουν: Τζον Κρασίνσκι, Μάγια Ράντολφ, Μάγκι Γκίλενχααλ

ΗΠΑ, 2009. Διάρκεια: 98΄


Υπόθεση
: Ένα ζευγάρι ερωτευμένων 35άρηδων περιμένουν το πρώτο τους παιδί. Αποφασίζουν λοιπόν να ξεκινήσουν ένα ταξίδι χωρίς προορισμό, για να βρουν το μέρος που θα ταίριαζε καλύτερα για να στήσουν την οικογένειά τους.


Μια συζήτηση μέσω msn:

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Δεν σου φαίνεται κάπως παράξενο ότι ένας σκηνοθέτης του διαμετρήματος του Σαμ Μέντες επέλεξε να σκηνοθετήσει μια ταινία τόσο μικρής εμβέλειας; Μια απλή ιστορία χωρίς ούτε έναν επώνυμο σταρ;

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Είναι όντως «μικρή» ταινία, έχει όμως δυναμική μεγάλης. Μου φάνηκε σαν η ανάποδη όψη του American Beauty, σαν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι να πρόκειται μελλοντικά να καταντήσει σαν το μεσήλικο ζευγάρι της ταινίας εκείνης. Ή σαν μια πιο ανάλαφρη εκδοχή του Δρόμου της επανάστασης.

Π: Όμως οι δυο εκείνες ταινίες δημιουργούσαν την αίσθηση ότι κάτι πολύ σημαντικό έχουν να πουν, ενώ αυτή όχι.

Μ: Κοίτα, η ταινία νομίζω απευθύνεται στον μέσο χαζο-αμερικάνο, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να κλείσει το μάτι και σε μας τους υπόλοιπους.

Π: Αυτό το κλείσιμο του ματιού λίγο αδέξιο μου φάνηκε. Οι περισσότεροι χαρακτήρες που συναντά το ζευγάρι στη διαδρομή του είναι καρικατούρες, δεν πείθουν.

Μ: Σύμφωνοι, αλλά αυτό γίνεται ηθελημένα. Δεν είναι χαρακτήρες, αλλά τύποι.

Π: Τι συμβολίζουν αυτοί οι τύποι; Βλέπεις να αρθρώνει η ταινία έναν κριτικό λόγο για την αμερικανική κοινωνία; Εμένα δεν μου φάνηκε.

Μ: Νομίζω η ταινία ασκεί κριτική σ’ αυτή τη νέα γενιά (και σε κάθε γενιά) που δεν ξέρει πώς να αναλάβει τις ευθύνες της. Κάνει ένα ταξίδι χωρίς ουσιαστικά να ξέρει τι ακριβώς ψάχνει και τελικά καταλήγει στο ίδιο τίποτα από το οποίο ξεκίνησε.

Π: Εμένα αντιθέτως μου φάνηκε ότι μέσα από αυτό το ταξίδι το νεαρό ζευγάρι ωριμάζει. Συνειδητοποιούν οι δυο τους ότι δεν είναι και τόσο ανάξιοι όσο νομίζουν. Έχουν την αγάπη τους, κυοφορούν ένα μωρό, ενώ την ίδια στιγμή διαπιστώνουν ότι άλλα ζευγάρια ούτε αγαπιούνται, ούτε παιδιά μπορούν να κάνουν…

Μ: Ναι, αλλά ως προς το ζήτημα της ανάληψης ευθυνών δεν μαθαίνουν τίποτα. Καταλήγουν και πάλι αιθεροβάμονες όπως ξεκίνησαν.

Π: Ίσως τελικά να πρόκειται για το πορτρέτο μιας μπερδεμένης γενιάς. Ήταν σλάκερς στα 25 τους, και τώρα γίναν 35 και μυαλό δεν έβαλαν. Οπότε μάλλον έχεις δίκιο, ούτε αργότερα θα βάλουν! Αυτή σου η υπόνοια ότι το ζευγάρι σε δέκα χρόνια θα καταλήξει στα σκατά του American Beauty σώζει την ταινία!

Μ: Καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα.

Π: Αυτή η ασάφεια σχετικά με τη στάση της ταινίας τόσο απέναντι στους ήρωές της (τους κοροϊδεύει ή όχι;) όσο και απέναντι στην κοινωνία (την επικρίνει ή όχι;), είναι που την σώζει! Η ασάφεια και όχι η προφάνεια των καρικατουρίστικων τύπων της.

Μ: Χμ… σώζεται με την ασάφεια; Ή αυτό είναι το μείον της;

Π: Σώζεται επειδή επαμφοτερίζει! Θα της βάλουμε τρία αστεράκια, ε;

Μ: Και τρεισήμισι! Είναι μια ανάλαφρη, ευχάριστη ταινία, που βάζει όμως το θεατή σε σκέψεις.

***

1.2.10

ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ


FIVE MINUTES OF HEAVEN

Σκηνοθεσία: Όλιβερ Χιρσμπίγκελ

Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Τζέιμς Νέσμπιτ

Βρετανία/Ιρλανδία, 2009. Διάρκεια: 90΄


Μια ιστορία για την εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου για εκδίκηση, αλλά παράλληλα και για την ανάγκη για συχώρεση και λύτρωση, με φόντο την πολύπαθη Βόρεια Ιρλανδία. Η ταινία ξεκινά με φλάσμπακ στο 1975, όταν ένας δεκαεπτάχρονος προτεστάντης Άγγλος και η παρέα του αποφασίζουν να σκοτώσουν έναν καθολικό Ιρλανδό. Η δουλειά διεκπεραιώνεται – ένα από τα 3720 φονικά που έγιναν στη Βόρεια Ιρλανδία εξαιτίας του πολιτικού προβλήματος, όπως σημειώνεται στην αρχή της ταινίας – μπροστά στα μάτια όμως του μικρού αδελφού του θύματος. Τριάντα χρόνια αργότερα, ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα οργανώνει μια συνάντηση μεταξύ του προτεστάντη δολοφόνου και του καθολικού αδελφού του θύματος. Αυτή ακριβώς η συνάντηση αποτελεί και το θέμα της ταινίας, θέμα το οποίο καταφέρνει να πραγματευτεί πλήρως και να απομυζήσει όλον τον ψυχολογικό του αντίκτυπο. Από τη μια η ανάγκη για εκδίκηση, η αδυναμία του θύματος να βρει την ψυχική γαλήνη όσο νιώθει πως έχει ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς μ’ ένα φονιά, έστω κι αν ο φονιάς έμεινε δώδεκα χρόνια στη φυλακή, κι από την άλλη η ανάγκη για συχώρεση, οι εσωτερικοί δαίμονες που κυνηγούν τον θύτη, και που δεν καταλαγιάζουν αν δεν μπορέσει να κοιτάξει κατάματα τον άνθρωπο στον οποίο προξένησε τόσο κακό. Η κατά πρόσωπο συνάντηση διαρκώς μετατίθεται. Βιώνουμε όλη την εσωτερική αγωνία και τη συναισθηματική σύγχυση των δύο ανδρών. Η ισορροπία τους βρίσκεται στα όρια. Θα χρειαστεί τελικά ένα τετ-α-τετ πέρα από τις συμβατικότητες και την ψευτιά της τηλεόρασης για να λυθούν οι λογαριασμοί με το παρελθόν. Μπορεί να δώσει τη λύση μια πράξη εκδίκησης; Μπορεί να υπάρξει λύτρωση από το παρελθόν; Αυτά είναι τα ερωτήματα που εξετάζει η ταινία, και νομίζουμε ότι τα καταφέρνει καλά. Εκεί που χωλαίνει είναι σε κάποια περιφερειακά ζητήματα, που έχουν όμως κι αυτά τη σημασία τους. Για παράδειγμα ο άγγλος θύτης, ο οποίος ενσαρκώνεται από έναν μεγαλεπίβολο Λίαμ Νίσον, απεικονίζεται σαν ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, με ανωτερότητα, με όλο εκείνο το τουπέ που προσδίδει στους Άγγλους ενίοτε ένα ύφος ολίγον condescending, σχεδόν καταφρονητικό. Ο Ιρλανδός αντίθετα, απεικονίζεται ανίκανος να ισορροπήσει, βυθισμένος στους εφιάλτες του παρελθόντος, γεμάτος μίσος (ω, πόσο μπανάλ). Η δε δικαιολόγηση που δίνεται από την ταινία, ότι δηλαδή τον κατηγόρησε η μητέρα του για δολοφόνο επειδή δεν έκανε κάτι για να σώσει τον μεγάλο αδελφό του, μοιάζει πραγματικά αστεία, αν αναλογιστούμε ότι ήταν ένα μικρό παιδί μπροστά σε οπλισμένους μασκοφόρους. Βγάζει μια ανισορροπία το συγκεκριμένο δίδυμο, κάπως σαν ο θύτης να είναι θύμα και αντιστρόφως, ίσως όμως και αυτό ακριβώς να είναι το point, το επιχείρημα της ταινίας. Επίσης αρνητικό (τουλάχιστον για μένα) είναι ότι άλλη μια ταινία εκμεταλλεύεται δραματουργικά ένα πολιτικό ζήτημα χωρίς να μπορεί να αρθρώσει κάποιον πολιτικό λόγο. Όλο το ιρλανδικό ζήτημα χρησιμοποιείται σαν «ταπετσαρία» προκειμένου να αναδειχθεί μια προαιώνια σύγκρουση θύτη-θύματος. Το ρεζουμέ είναι ότι απλά εκεί κάποιοι σκοτώνονται. Το γιατί ποσώς ενδιαφέρει. Ίσως ζητάω πολλά, αλλά θα ήθελα κάτι παραπάνω στο επίπεδο της πολιτικής άποψης, και κυρίως της πολιτικής εμβάθυνσης. Κατά τ’ άλλα πρόκειται για καλή και αρκετά πρωτότυπη ταινία, με ένταση, ρυθμό και ικανότητα να προβληματίζει.

***