20.12.09

ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΠΟΤΑΜΙ


FROZEN RIVER

Σκηνοθεσία: Κόρτνεϊ Χαντ

Παίζουν: Μελίσα Λίο, Μίστι Άπχαμ, Τσάρλι Μακ Ντέρμοτ

ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 97΄


Πίσω από την Αμερική του Χόλιγουντ, με τα πλούσια προάστια, τις μονοκατοικίες με γκαζόν, τις λιμουζίνες και τις κοσμικές παραλίες του Μάλιμπου κρύβεται μια άλλη Αμερική, η «βαθιά» Αμερική, η Αμερική της ανεργίας, της φτώχιας, της λαθρομετανάστευσης, της ταξικής και εθνοτικής ανισότητας. Σ’ αυτήν την άλλη χώρα, που είναι και κατά πολύ μεγαλύτερη, οι άνθρωποι ζουν σε τροχόσπιτα κι η επιβίωση είναι ένας καθημερινός αγώνας. Συχνά η προσφυγή στην παρανομία είναι γι’ αυτούς μια αναγκαιότητα. Όπως για την Ρέι, την ηρωίδα του Παγωμένου ποταμιού. Μεγαλώνει μόνη τα δυο της παιδιά, καθώς ο άνδρας της επιστρέφει στο σπίτι μόνο για να τους πάρει τα λεφτά προκειμένου να ικανοποιήσει το πάθος του για τον τζόγο. Πρέπει να βρει επειγόντως χρήματα για να πληρώσει τη δόση για το τροχόσπιτο στο οποίο ζουν ξεπαγιάζοντας στον πολικό χειμώνα των αμερικανοκαναδικών συνόρων, ειδάλλως θα τους το βγάλουν σε πλειστηριασμό. Είναι στριμωγμένη, δεν έχει περιθώρια. Παρομοίως και η έτερη ηρωίδα, η ινδιάνα Λίλα. Ζει μόνη σε τροχόσπιτο. Η φυλή της την έχει κρίνει ανήμπορη να μεγαλώσει το μωρό της, το οποίο βρίσκεται στα χέρια της πεθεράς της. Πρέπει να βρει χρήματα για να μπορέσει να το πάρει πίσω. Οι δυο γυναίκες ξεκινούν μια αναγκαστική συνεργασία. Περνούν λαθραία μετανάστες μέσα από την επικράτεια των ινδιάνων Μοχόκ, που αποτελεί κάτι σαν «άσυλο» για την Αστυνομία, πάνω από τον παγωμένο ποταμό Σεντ Λόρενς στον Καναδά. Ανά πάσα στιγμή ο πάγος μπορεί να σπάσει και να βρεθούν στον πάτο του ποταμού. Παρόμοιες είναι και οι ισορροπίες στη σχέση τους. Ξεκινά τελείως εχθρική, συνεχίζεται με αμοιβαία καχυποψία, χαλυβδώνεται σε αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμό μέσα από τις δυσκολίες και τα προβλήματα. Το τέλος τις βρίσκει ενωμένες κάτω από την ανώτερη δύναμη της μητρότητας. Η ταινία αποτελεί κλασσικό δείγμα καλού Ανεξάρτητου Αμερικάνικου κινηματογράφου. Θίγει όλα σχεδόν τα βασικά κοινωνικά προβλήματα. Ανεργία και φτώχια, παράνομη μετανάστευση, εθνοτικές διαφορές. Παρουσιάζει μια εξαντλητικά ρεαλιστική αναπαράσταση της «άλλης» Αμερικής, με ιδιαίτερη έμφαση στη λεπτομέρεια. Τα ψυχολογικά πορτρέτα όλων των ηρώων είναι πολύ καλά μελετημένα. Ειδικά η Μελίσα Λίο δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία στο ρόλο της Ρέι, για την οποία προτάθηκε μάλιστα και για Όσκαρ. Πάνω απ’ όλα όμως η ταινία είναι ένας ύμνος στην γυναικεία συντροφικότητα. Αυτό είναι ίσως το στοιχείο που απογειώνει την ταινία και την διαφοροποιεί. Αυτό που χαλυβδώνει τους ανθρώπους είναι η ένωση, η μεταξύ τους σύμπνοια, η αλληλοκατανόηση και η συνεργασία. Απαιτούνται όμως γερά κότσια για κάτι τέτοιο…

***

6.12.09

ΜΠΡΟΥΝΟ


BRÜNO

Σκηνοθεσία: Λάρι Τσαρλς

Παίζουν: Σάσα Μπάρον Κοέν, Γκούσταφ Χάμαρστεν


Από τη στήλη αυτή συνηθίζουμε να παρουσιάζουμε ταινίες που δεν είχαν την ευκαιρία να προβληθούν στη μεγάλη οθόνη, όμως νομίζουμε ότι για τον Μπρούνο, την τελευταία εξτραβαγκάντσα του Σάσα Μπάρον Κοέν, αξίζει τον κόπο να κάνουμε μια εξαίρεση. Η ταινία προβλήθηκε κατακαλόκαιρο στην πόλη μας, με αποτέλεσμα να μην τύχει της προσοχής που της άξιζε και να μην μπορέσουμε να την σχολιάσουμε καθόλου κι εμείς εδώ στον εξώστη. Μετά τον Μπόρατ, λοιπόν, ο σπουδαίος άγγλος κωμικός ενσαρκώνει με την γνωστή του ολοκληρωτική αφοσίωση μια άλλη περσόνα, τον γκέι αυστριακό ρεπόρτερ μόδας Μπρούνο. Ο Μπρούνο, fashion victim, λυσσάρα και ψωνάρα, αγωνίζεται με κάθε τρόπο να γίνει διάσημος. Προσπαθεί να πάρει συνεντεύξεις από διάσημους (καταφέρνει να φτάσει μέχρι την Πόλα Αμπντούλ), να γίνει ηθοποιός στο Χόλιγουντ (φτάνει μέχρι τηλεοπτικός κομπάρσος), να λύσει το Μεσανατολικό (καταφέρνει να κάνει έναν Εβραίο και έναν Παλαιστίνιο να συμφωνήσουν ότι το χούμους είναι υγιεινό), να παγιδεύσει έναν πολιτικό σε μια βιντεοκασέτα που να περιέχει τις ερωτικές τους περιπτύξεις (τρώει χυλόπιτα). Όλ’ αυτά βέβαια με βαθύτερο σκοπό να φέρει σε δύσκολη θέση, να εκθέσει και να κάνει να ντραπούν όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται. Και μαζί μ’ αυτούς κι εμάς. Η μέθοδός του, βγαλμένη από την τηλεόραση, θυμίζει φάρσες και τεχνικές κρυφής κάμερας. Το είδος του είναι η παρωδία του ντοκιμαντέρ, το mockumentary. Παριστάνοντας τον Μπρούνο προβοκάρει τους εκάστοτε συνομιλητές του, οι οποίοι δεν γνωρίζουν (ή μήπως παριστάνουν ότι δεν γνωρίζουν;) ότι στην πραγματικότητα έχουν να κάνουν με τον Σάσα Μπάρον Κοέν. Ώρες-ώρες καταφέρνει να αποκαλύψει έτσι πόσο κομφορμιστές μπορούμε να γίνουμε εμείς οι άνθρωποι, πόσο άκριτα αποδεχόμαστε την πραγματικότητα χωρίς να την υποβάλουμε κατ’ ελάχιστο σε κρίση. Η Πόλα Αμπντούλ π.χ. δέχεται αδιαμαρτύρητα να κάτσει στην… πλάτη ενός κομπάρσου πεσμένου στα τέσσερα ο οποίος παριστάνει την πολυθρόνα. Από τη θέση αυτή μιλά για το πόσο σημαντική είναι η… ανθρωπιστική της δράση. Σε ένα άλλο επεισόδιο (γιατί επεισοδιακής μορφής είναι η ταινία), ο Μπρούνο οργανώνει μια φωτογράφηση με μωρά, και οι γονείς τους, προκειμένου να πάρουν τη δουλειά, αποδέχονται ενυπόγραφα ότι τα παιδιά τους μπορούν να εκτεθούν στη θέα νεκρών ζώων, να τσιμπηθούν από μέλισσες, ή να τους γίνει… λιποαναρρόφηση. Τελικά όμως κύριος σκοπός αυτού του τύπου κωμωδίας δεν είναι οποιοδήποτε ηθικοπλαστικό μήνυμα, αλλά το ακριβώς αντίθετο, το γκρέμισμα κάθε τι ιερού και όσιου, σεβαστού ή αποδεκτού. Μια άνευ όρων επίθεση στην πολιτική ορθότητα, στην ηθική, στην λογική. Όσοι επομένως περιμένουν μηνύματα κατά της ομοφοβίας μάλλον θα απογοητευτούν. Ο Μπρούνο απλώς δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Από την άποψη αυτή ιδιαίτερα αποτυχημένο είναι νομίζουμε το τέλος της ταινίας, όπου ο Μπρούνο γυρίζει ένα βίντεο-κλιπ με την συμμετοχή διασημοτήτων όπως ο Μπόνο, ο Στινγκ και ο Σνουπ Ντογκ. Μ’ αυτούς ο Μπρούνο αποφεύγει οποιοδήποτε προβοκάρισμα, δείχνοντας έτσι ότι στα δύσκολα κωλώνει. Γιατί έναν ευαγγελιστή κήρυκα που ειδικεύεται στη μεταστροφή γκέι ανδρών σε στρέιτ με συμβουλές του τύπου «να μην ακούτε Village People και να σκέφτεστε το Χριστό» είναι πανεύκολο να τον γελοιοποιήσεις, η μαγκιά σου θα φανεί με τον Μπόνο. Από την άλλη, θα ήμασταν άδικοι αν δεν αναγνωρίζαμε θάρρος στον Σάσα Μπάρον Κοέν. Υποδύεται το ρόλο του με απόλυτη αυταπάρνηση, μέχρι και αποτρίχωση στον πρωκτό τον βλέπουμε να κάνει, ενώ το να περιφέρεσαι στην Ιερουσαλήμ με αμφίεση ραβίνου από τη μέση και πάνω και από κάτω… ζαρτιέρες δεν είναι ό,τι πιο ασφαλές για τη σωματική σου ακεραιότητα, όπως και να το κάνουμε…

***

3.12.09

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΥΟΥΓΕΝΝΩΝ


UN CONTE DE NOEL

Σκηνοθεσία: Αρνό Ντεπλεσέν
Παίζουν: Ματιέ Αμαλρίκ, Κατρίν Ντενέβ, Κιάρα Μαστρογιάνι, Μελβίλ Πουπό, Ζαν Πολ Ρουσιγιόν
Γαλλία, 2008
Διάρκεια: 150’

Υπόθεση: Πλησιάζουν Χριστούγεννα και στο επιβεβλημένο εορταστικό τραπέζι πρόκειται να μαζευτεί ολόκληρη η πολυπληθής οικογένεια Βιγιάρ. Το σαββατοκύριακο στο πατρικό σπίτι προμηνύεται εκρηκτικό: η επίπονη ανάμνηση ενός αδερφού που πέθανε από ανίατη ασθένεια σε μικρή ηλικία πλανάται πάντα πάνω από τα μέλη της οικογένειας, ενώ η δυσάρεστη είδηση μιας νέας αρρώστιας θα έρθει να προστεθεί στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα που επικρατεί ανάμεσα στους υπολοίπους. Κανείς δεν περιμένει με ανυπομονησία αυτή τη «Νύχτα Χριστουγέννων», όλοι φοβούμενοι το αρνητικό κλίμα και την αναπόφευκτη έκρηξη -όμως χάρη στην εξομολογητική διάθεση, την ωμή ειλικρίνεια, τους μικροτσακωμοούς που αμβλύνουν τις εντάσεις και τελικά χάρη στους ιδιαίτερους αλλά ουσιαστικούς δεσμούς οικογένειας που δένουν αυτούς τους φαινομενικά ανυπόφορους χαρακτήρες, θα προκύψει μια αναπάντεχα χιουμοριστική, αποκαλυπτική και τελικά λυτρωτική συνάντηση χαρακτήρων, που πατάει σταθερά τόσο στη γαλλική κινηματογραφική παράδοση της νουβέλ βαγκ όσο και στα θεατρικά οικογενειακά ψυχογραφήματα των μεγάλων σκανδιναβών.

Αντίθετα με τις συνήθεις κινηματογραφικές δυσλειτουργικές οικογένειες που προσπαθούν να κρύψουν άτσαλα και βιαστικά τα υπαρκτά προβλήματά τους κάτω από το χαλί (καταλήγοντας σε δραματικές εκρήξεις τύπου «Festen»), η οικογένεια Βιγιάρ είναι μάλλον πιο κοντά στην οικογένεια Tenenbaum. Τα οικογενειακά πάθη και μίση έχουν από καιρό βγει στην επιφάνεια και τα μέλη της οικογένειας έχουν μάθει να αποδέχονται (όχι χωρίς αντίσταση βεβαίως) τη δυσλειτουργία τους.
Μια οικογενειακή συγκέντρωση είναι εκ των προτέρων βέβαιο ότι θα προκαλέσει εντάσεις και τσακωμούς, γι’ αυτό και όλοι πηγαίνουν προετοιμασμένοι για μάχη σ’ αυτό το εορταστικό «ναρκοπέδιο». Χωρίς σε κανένα σημείο να προσπαθεί να ωραιοποιήσει τους χαρακτήρες του, ο δεξιοτέχνης Ντεπλεσέν (τα παιχνίδια του με την κάμερα είναι πραγματικά απολαυστικά και απολύτως λειτουργικά στην εξέλιξη της ιστορίας) τους αντιμετωπίζει με κατανόηση και τους περιβάλλει σχεδόν με στοργή, καθώς ξεδιπλώνουν μπροστά στην κάμερα, πολλές φορές απευθυνόμενοι προς τους θεατές και σε πρώτο πρόσωπο, τις προβληματικές τους προσωπικότητες. Ξεκινώντας από το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας, το μέθυσο και αθυρόστομο Ανρί (εξαιρετικός ο εκφραστικότατος Ματιέ Αμαλρίκ), μέχρι την κλειστή, απρόσιτη μητρική φιγούρα της «βασίλισσας» Κατρίν Ντενέβ, που παρακολουθεί αποστασιοποιημένα αυτό το σκληρό θέατρο του παραλόγου -στου οποίου τη δημιουργία έχει αναμφίβολα συμβάλλει-, χωρίς να προσπαθεί να συμφιλιώσει τα παιδιά της, όλα τα μυστικά και φανερά προβλήματα πέφτουν στο τραπέζι, χωρίς μάσκες, χωρίς προσποιητές αβροφροσύνες. Με ένα επιμύθιο διδακτικό μα όχι προφανές, το φιλμ του Ντεπλεσέν δεν είναι το συμβατικό χριστουγεννιάτικο παραμύθι των γιορτών, είναι όμως μια ιστορία οικογενειακής αγάπης αλά γαλλικά, ταιριαστή σε κάθε εποχή, εορταστική ή μη.

Αξιολόγηση ****

14.11.09

Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ


EDEN LAKE

Σκηνοθεσία: Τζέιμς Γουότκινς
Παίζουν: Κέλυ Ράιλι, Μάικλ Φασμπέντερ, Τζακ Ο’ Κόνελ
Βρετανία, 2008. Διάρκεια: 91΄

Πριν μερικές εβδομάδες, παρουσιάζοντας από τη στήλη αυτή το εξαιρετικό γαλλικό σπλάτερ «Μάρτυρες», γράφαμε για την κραυγαλέα απουσία της κοινωνίας από την ταινία και την παραπομπή κάθε βιώματος πόνου στο πεδίο της μεταφυσικής. Στρεφόμαστε σήμερα σε ένα θρίλερ που καταφέρνει να τρομάξει ακολουθώντας μια ακριβώς αντίστροφη διαδρομή: Εντοπίζει ολόκληρο τον τρόμο και τον πόνο καθαρά μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων. Η «Συμμορία της λίμνης» ξεκινά σαν μια κλασική ταινία τρόμου του τύπου «κάμπινγκ-στη-φύση-μετατρέπεται-σε εφιάλτη», εκμεταλλεύεται επιτυχώς όλα τα κλισέ του είδους προκειμένου να εγκαθιδρύσει ένα έντονο κλίμα φόβου και επικείμενης απειλής, για να εμπλουτιστεί σταδιακά και με άλλα στοιχεία, εμπνευσμένα από ταινίες όπως το θρυλικό Deliverance («Όταν ξέσπασε η βία»), το Funny Games του Χάνεκε, αλλά και από την πλούσια παράδοση του αγγλικού κοινωνικού ρεαλισμού. Η ταινία παράγει νοήματα βασισμένη πάνω σε μια σειρά από αντιθέσεις, από την κλασική «φύση vs. πολιτισμός», στις πιο σύγχρονες «αστική vs. εργατική τάξη» και «εξουσιαστής vs. εξουσιαζόμενος» και τέλος στην πλέον πρόσφατη «τριαντάρηδες vs. δεκαπεντάρηδες». Το ερωτευμένο ζευγάρι των τριαντάρηδων αστών που πάει για κάμπινγκ στην ερημική ειδυλλιακή λίμνη δεν βρίσκεται αντιμέτωπο ούτε με κάποιον παρανοϊκό δολοφόνο, ούτε με κάποιο υπερφυσικό στοιχειό. Η αρχικά απλώς ενοχλητική συνάντησή του με μια παρέα παραβατικών ανήλικων με ποδήλατα ΒΜΧ θα μετατραπεί σε εφιάλτη, με την ταινία να εκμεταλλεύεται επιτήδεια μια σειρά από ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, για να παίξει με τις ανησυχίες μας και να δημιουργήσει αισθήματα τρόμου που πηγάζουν καθαρά από υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα. Τέτοια είναι το ολοένα αυξανόμενο χάσμα γενεών (δεκαπέντε χρόνια διαφοράς αποτελεί ήδη ένα δυσθεώρητο ηλικιακό χάσμα, που καθιστά αδύνατη κάθε συνεννόηση), η εμφάνιση μιας νέας γενιάς κατά τα φαινόμενα χωρίς αρχές και ιδανικά, ατιθάσευτη, απάνθρωπη και με έντονη κλίση στην βίαια συμπεριφορά, καθώς και το πρόβλημα της ανατροφής των παιδιών από γονείς οι οποίοι γίνονται ολοένα πιο αδιάφοροι για τα παιδιά τους, ενώ παράλληλα δεν παύουν να τα υπερασπίζονται ακόμα και όταν αυτά έχουν καταφανώς άδικο. Η ταινία θίγει επίσης κάποια επιμέρους ζητήματα, όπως η χρήση της κάμερας του κινητού ως μέσου εκβιασμού και ταπείνωσης, αλλά και ως κίνητρου και δικαιολόγησης βίαιων ενεργειών (φαινόμενο γνωστό και στη ελληνική κοινωνία, μπορούμε λ.χ. να θυμηθούμε το περιστατικό του βιασμού μαθήτριας στην Εύβοια), ή η ολοένα διευρυνόμενη ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου και η κατασκευή γκέτο για τους πλούσιους, οι οποίοι θα κρύβονται σε αυτά παραιτημένοι από την κοινωνική τους ευθύνη και από οποιαδήποτε προσπάθεια ταξικής συνεννόησης. Όπως έχουμε ξανατονίσει, ο κινηματογράφος δεν αποτελεί βέβαια μέσο κατάλληλο για πολιτικοκοινωνικές αναλύσεις, εκφέρει έναν λόγο μεταφορικό, στοχεύει περισσότερο στην ανακίνηση συναισθημάτων που λανθάνουν στο ασυνείδητο του θεατή, σίγουρα όμως η «Συμμορία της λίμνης» ανήκει στα θρίλερ εκείνα που όχι μόνο τρομάζουν (ενίοτε και αηδιάζουν με την έντονη αναπαράσταση της βίας), αλλά και καταλύουν με έξυπνο τρόπο και παίζοντας με τα κλισέ μια σειρά από γόνιμους προβληματισμούς, γι’ αυτό και σας την προτείνουμε ανεπιφύλακτα.

****

5.11.09

ΖΩΗ ΣΑΝ ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ


ADVENTURELAND

Σκηνοθεσία: Γκρεγκ Μότολα
Παίζουν: Τζέσε Άιζενμπεργκ, Κρίστεν Στούαρτ, Ράιαν Ρέινολντς, Μάρτιν Σταρ, Μπιλ Χέιντερ ΗΠΑ, 2009.
Διάρκεια: 107’

Υπόθεση: Ο Τζέιμς (Τζέσε Άιζενμπεργκ) αποφοιτεί κι έχει μεγάλα όνειρα για το μέλλον. Το θρυλικό πανεπιστήμιο Κολούμπια τον περιμένει το φθινόπωρο στην καρδιά της Νέας Υόρκης, ενώ το καλοκαίρι του προβλέπεται ξέφρενο και ξένοιαστο, γεμάτο ταξίδια στην «εξωτική» Ευρώπη, μακριά από την οικογένειά του και τη μικρή του πόλη. Όταν τα σχέδιά του καταρρεύσουν λόγω οικογενειακών και οικονομικών προβλημάτων, ο Τζέιμς θα υπομείνει καρτερικά την τύχη του και θα δεχτεί να πιάσει δουλειά στο παρηκμασμένο λούνα-παρκ της πόλης, για να βγάζει το χαρτζιλίκι του. Κι ενώ όλα δείχνουν πως ξεκινά γι’ αυτόν ένα καλοκαίρι μεταβατικό χωρίς εκπλήξεις και συγκινήσεις, η Adventurland (όπως είναι το όνομα του τοπικού λούνα-πάρκ) θα τον διαψεύσει. Ο μικρόκοσμος της Adventureland σύντομα θα γίνει ολόκληρος ο κόσμος του, αφού εκεί θα ζήσει τις πρώτες του μεγάλες συγκινήσεις, κι εκεί, σ’ αυτόν τον επίπλαστο κόσμο των πλαστικών, μισοχαλασμένων παιχνιδιών και των πολύχρωμων φώτων, θα κάνει τα πρώτα του βήματα προς τον πραγματικό κόσμο που τον περιμένει εκεί έξω.

Νοσταλγική κομεντί ενηλικίωσης, που ισορροπεί επιτυχημένα ανάμεσα στις κολεγιακού τύπου αμερικάνικες κωμωδίες και τις γλυκόπικρες νεανικές ρομαντικές κομεντί των αδιεξόδων και των διλημμάτων. Στην Adventureland συναντιούνται μια χούφτα ανθρώπων που ενώνονται από το δυσλειτουργικό τους περιβάλλον. Οι σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους είναι ίσως προβλέψιμες, μοιάζουν όμως κι αναπόφευκτες. Η μικρή αντιδραστική Εμ (Κρίστεν Στούαρτ) θα δοκιμάσει την τύχη της με τον σοβαρό και μαζεμένο (και επίμονο) Τζέιμς, όμως την προσοχή της έχει πρώτα κερδίσει ο μυστήριος γυναικάς του χωριού Μάικ Κόνελ (Ράιαν Ρέινολντς), που είναι συγχρόνως πηγή έμπνευσης και πρότυπο για τον άβγαλτο Τζέιμς.
Γύρω από το ερωτικό αυτό τρίγωνο περιστρέφονται και οι ζωές των περιφερειακών χαρακτήρων, άλλοι γέρνοντας πιο πολύ προς την μελαγχολική πλευρά της ζυγαριάς κι άλλοι στην περισσότερο κωμική. Το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι λίγο άνισο, δεν παύει όμως να είναι γλυκό κι ευχάριστο, και ντυμένο με ένα απολαυστικό soundtrack.


Αξιολόγηση: ***

29.9.09

ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ


L’ EMPREINTE DE L’ ANGE


Σκηνοθεσία: Σαφί Νεμπού

Παίζουν: Κατρίν Φροτ, Σαντρίν Μπονέρ

Γαλλία, 2008. Διάρκεια: 95΄


Κάτι μεταξύ ψυχολογικού θρίλερ α λα Χίτσκοκ, μητρικού μελοδράματος και τηλεοπτικής κοινωνικής ταινίας για προβληματισμό, αυτή η γαλλική ταινία, η οποία βασίζει πολλά στη χημεία και την αλληλεπίδραση των δυο σπουδαίων πρωταγωνιστριών της, δεν είναι τυχαίο ότι αρχίζει σε ένα εμπορικό κέντρο. Η ηρωίδα της, η σαρανταπεντάρα υπάλληλος φαρμακείου Έλσα, διαζευγμένη με ένα δεκάχρονο γιο, περιδιαβάζει σ’ αυτό το αρχιτεκτονικό σύμβολο του καπιταλισμού. Αργότερα, σε κάποιο πάρτι όπου συνοδεύει το γιο της, θα δει ένα επτάχρονο κοριτσάκι που, για κάποιον άγνωστο σε μας λόγο, θα την εντυπωσιάσει και θα μιλήσει κατά κάποιο μυστήριο τρόπο στην ψυχή της. Σύντομα θα αναπτύξει μια παράξενη εμμονή γι’ αυτό. Κάτι σαν το «Θάνατο στη Βενετία» στην γυναικεία εκδοχή του. Αφού μάθει από το γιο της το όνομά της, θα επιχειρήσει να γνωρίσει την οικογένειά της, και με πρόσχημα τα παιχνίδια του γιου της με τον αδελφό του κοριτσιού, θα προσπαθήσει να περνά όλο και περισσότερο χρόνο μαζί της. Σύντομα, η Κλερ, η μητέρα του κοριτσιού, θα αντιληφθεί ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει…

Η ταινία θα χάσει πάρα πολύ από τη δύναμή της αν αποκαλύψουμε οτιδήποτε περισσότερο, πρόκειται πάντως για μια ιδιαίτερα βραδύκαυστη ταινία, που οικοδομεί αργά-αργά ένα κλίμα έντασης, μυστηρίου και επικείμενης απειλής, ποντάροντας αρκετά πάνω στο οικείο μοτίβο της «παραβίασης της οικογενειακής ειρήνης». Η Έλσα παλινδρομεί μεταξύ μητρικής αγάπης, έρωτα, κτητικότητας και τρέλας, σταδιακά όμως συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι ο μόνος αμφιλεγόμενος χαρακτήρας κι ότι κάτι ίσως κρύβεται πίσω από τη φαινομενική ευτυχία και ισορροπία και της Κλερ. Κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό. Οι χιτσκοκικές τεχνικές δημιουργίας σασπένς έχουν την τιμητική τους, συχνά όμως παραμένοντας στο επίπεδο της φορμαλιστικής άσκησης, αφού δεν καταφέρνουν να φορτίσουν «το τετράγωνο της οθόνης με συγκίνηση», για να παραθέσουμε τα λόγια του ίδιου του μετρ του σασπένς. Όπως χαρακτηριστικά γράφει και ο cheaplog στο Movies for the Masses, όταν η τεχνική απομένει κενή περιεχομένου, γίνονται… «Όλα μέρος ενός μοτίβου που μπορεί να πάρει το μυστήριο της αποτρίχωσης πατουσών και να το βγάλει στις αίθουσες». Αυτό που τελικά ανταμείβει το θεατή είναι το ανατρεπτικό φινάλε, που τοποθετεί το ζήτημα της κηδεμονίας των παιδιών πάνω στο μοναδικό ίσως άξονα που αναγνωρίζει ο καπιταλισμός: τον άξονα της ιδιοκτησίας…


**


14.9.09

ΜΑΡΤΥΡΕΣ


MARTYRS

Σκηνοθεσία: Πασκάλ Λοζιέ
Παίζουν: Μιλέν Ζαμπανοΐ, Μορζανά Αλαουΐ
Γαλλία/Καναδάς, 2008. Διάρκεια: 99΄

Καλή κινηματογραφική χρονιά! Ξεκινάμε φέτος τις βιντεο-προτάσεις μας μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό, με ένα θρίλερ σίγουρα ακατάλληλο για το γενικό, «ανυποψίαστο» κοινό, που απαιτεί γερό στομάχι για την παρακολούθησή του. Πρόκειται για ένα σπλάτερ «στιβαρό», και όταν λέμε «στιβαρό» εννοούμε ότι δεν φτιάχτηκε μόνο για να προκαλεί εφηβικά γέλια, ούτε με αυτοσκοπό του την προβολή αηδιαστικών σκηνών ωμής βίας. Όπως κάθε καλό θρίλερ, καταφέρνει μέσω της ατμόσφαιρας και της θεματολογίας του να κατασκευάσει έναν λόγο μεταφορικό, ένα ξεχωριστό σύμπαν, που να συσχετίζεται όμως με τρόπο παραγωγικό και ενδιαφέροντα με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα που ζούμε. Απαραίτητη προϋπόθεση, βεβαίως, είναι να είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε τις συσχετίσεις. Αλλιώς και η καλύτερη ταινία απομένει κενή φορμαλιστική άσκηση. Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκεται η έννοια του βασανιστηρίου, την οποία συσχετίζει με την έννοια του μαρτυρίου. Πρωταγωνιστούν δυο φίλες, η Λούσι και η Άννα. Η Λούσι, όταν ήταν παιδί, έπεσε θύμα μιας σπείρας βασανιστών, από τους οποίους κατάφερε τελικά να ξεφύγει, για να βρει στη συνέχεια θαλπωρή σε ένα ίδρυμα για κακοποιημένα παιδιά, όπου γνωρίστηκε με την Άννα. Η Λούσι κατατρέχεται από ψυχωσικές κρίσεις στις οποίες βλέπει ένα ανθρωπόμορφο βασανισμένο πλάσμα, το οποίο ήταν επίσης φυλακισμένο μαζί μ’ αυτήν, να την κυνηγά και να της ζητά το λόγο γιατί δεν το ελευθέρωσε κι αυτό. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η Λούσι, με τη βοήθεια της αδελφικής της φίλης Άννας, θα ψάξει να βρει τους βασανιστές της, αναζητώντας εκδίκηση και λύτρωση. Η συνέχεια όμως θα είναι πολύ φρικιαστικότερη απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί… Πρόκειται για μια ταινία πραγματικά πολύ τρομακτική, που κατάφερε να προκαλέσει ανατριχίλες σε όλο το μήκος του κορμιού μου αρκετές φορές. Ο κριτικός των καθωσπρέπει Times του Λονδίνου έγραψε ότι ένα τέτοιο «σκουπίδι» αποδεικνύει ότι «κάτι είναι σάπιο στην Γαλλία». Προφανώς ο άνθρωπος αγνοεί ότι ταινίες με υπερβολικά μεγάλες δόσεις τρόμου και βίας είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς σε ολόκληρο τον κόσμο, παράγονται δε κατά κόρον στο Χόλιγουντ. Μάλλον επομένως «κάτι είναι σάπιο» σε ολόκληρο τον πολιτισμό μας εν γένει. Κάποιοι χαρακτήρισαν την ταινία «πορνό τρόμου», προφανώς αγνοώντας ότι η πραγματικότητα ξεπερνά κατά πολύ την ταινία. Όποιος θέλει μπορεί να ανατρέξει στο βιβλίο «Βασανιστήρια και εξουσία» του Κυριάκου Σιμόπουλου ή στην ιστοσελίδα της Διεθνούς Αμνηστίας για του λόγου το αληθές. Η ταινία βέβαια εκφέρει, όπως προαναφέραμε, λόγο μεταφορικό. Η κοινωνία και η πολιτική είναι τόσο κραυγαλέα απούσες από την ταινία, που αναρωτιέται κανείς τι μπορεί να σημαίνει αυτή η απουσία. Το τελικό τμήμα της, που είναι και το λιγότερο πειστικό, παραπέμπει ευθέως στη μεταφυσική. Το βασανιστήριο μετατρέπεται σε μαρτύριο. Η βασανιζόμενη παίρνει τη μορφή της Ζαν ντ’ Αρκ (σαφής η παραπομπή στο αριστούργημα του Ντράγερ), μιας ηρωίδας, της οποίας όμως το μαρτύριο απομένει άνευ λόγου και αιτίας. Ίσως αυτό ακριβώς το αξιακό κενό να αποτελεί και το βαθύτερο νόημα της ταινίας. Η κουστωδία των κοστουμαρισμένων γηραιών κυρίων που κάνει την εμφάνισή της στο τέλος παραπέμπει ίσως στην άρχουσα τάξη του κόσμου μας. Μια ομάδα ανθρώπων αποστεγνωμένων από κάθε συναίσθημα, παραδομένων – ελλείψει ιδανικών – στο φόβο του θανάτου. Για όποιον θέλει να το ψάξει προς την κατεύθυνση αυτή, παραπέμπω στο μυθιστόρημα του Γιώργου Μανιώτη «Το άχρηστο βιβλίο».

****

25.5.09

SHADOWS

ΣΚΙΕΣ
Σκηνοθεσία: Μίλκο Μαντσέφσκι
Παίζουν: Μπόρτσε Νάσεβ, Βέσνα Στανόγιεφσκα
ΠΓΔΜ, 2007. Διάρκεια: 120’

Υπόθεση: O Λάζαρ ζει μια φαινομενικά ιδανική ζωή. Είναι πετυχημένος γιατρός, παντρεμένος με μια όμορφη γυναίκα, ζει σε ένα μοντέρνο σπίτι και μόλις απέκτησε το πρώτο του παιδί. Οι γύρω του -αλλά κι εμείς οι θεατές- τον βλέπουμε με ζήλια και θαυμασμό. Τον θεωρούμε τυχερό. Μα αυτό που βλέπουμε είναι μόνο μια εικόνα, χωρίς τη σκιά που σέρνει πίσω της. Τα βάρη που κουβαλάει μέσα του, οι καταπιεσμένες επιθυμίες, η αυταρχική του μητέρα, ο σαθρός γάμος του και κυρίως, οι αναμνήσεις του που παλεύουν να βγουν στην επιφάνεια, κάνουν τη σκιά αυτή που τον ακολουθεί όλο και πιο βαριά, όλο και πιο δυσκίνητη. Μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η μέχρι τότε ανέμελη ζωή του κατακλύζεται από τις παραπάνω σκιές. Αρχίζει να δέχεται επίμονες επισκέψεις από απόκοσμες φιγούρες, που έχουν ένα επίμονο αίτημα: «δώσε πίσω ό,τι δεν είναι δικό σου». Ψάχνοντας να ανακαλύψει το νόημα αυτής της φράσης, θα συνειδητοποιήσει ότι αυτό που στοιχειώνει την ατομική (αλλά και τη συλλογική) μνήμη δε θα εξαφανιστεί, παρά μόνο αν το αντιμετωπίσει ο ίδιος κατάματα.

Ο «αναστημένος» Λάζαρ του Μαντσέφσκι είναι ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των πεθαμένων, ανάμεσα στους ανοιχτούς λογαριασμούς του χτες και τους συμβιβασμούς του σήμερα. Παγιδευμένος ανάμεσα στην συλλογική μνήμη και την προσωπική ευθύνη. Οι σκιές που τον στοιχειώνουν μοιάζουν με τους «βρικόλακες» του Ίψεν, αυτά τα φαντάσματα, τα λάθη του παρελθόντος που επιμένουν να βαραίνουν το παρόν και το μέλλον μας, όσο βαθιά κι αν νομίζουμε πως τα έχουμε κρύψει. Εκτός όμως από την προσωπική πτυχή της ιστορίας, που με στοιχεία θρίλερ και εξαιρετική κινηματογράφηση κρατά τον θεατή στην άκρη του καθίσματός του μέχρι την τελική λύτρωση, ο Μαντσέφσκι δεν κρύβει το πολιτικό του σχόλιο. Οι καταραμένες σκιές που βαραίνουν τον Λάζαρ έρχονται από ένα παρελθόν που δεν είναι μόνο προσωπικό -γι’ αυτό και τα φαντάσματα που καλείται να ξορκίσει είναι ανησυχητικά επίκαιρα, όχι μόνο για τον συγκεκριμένο πρωταγωνιστή, αλλά και τον υποψιασμένο θεατή.

Αξιολόγηση: ***

NICK AND NORA'S INFINITE PLAYLIST

ΟΤΑΝ Ο ΝΙΚ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΕ ΤΗ ΝΟΡΑ

Σκηνοθεσία: Πίτερ Σόλετ
Παίζουν: Μάικλ Σερά, Κατ Ντένινγκς, Αλέξις Ντζίενα
Η.Π.Α., 2008. Διάρκεια: 90’

Υπόθεση: Ο Νικ είναι μαθητής λυκείου, έχει έναν περιορισμένο κύκλο sui generis φίλων κι είναι μέλος ενός αντισυμβατικού ροκ συγκροτήματος. Έχουν περάσει περίπου τρεις εβδομάδες από τότε που τον χώρισε ο έρωτας της ζωής του, η Τρις. Όταν εκείνη εμφανιστεί στο live του με κάποιον άλλον, ένα τρελό και απρόβλεπτο βράδυ θα ξεκινήσει για τον πληγωμένο Νικ, όταν η Νόρα, μια εντελώς άγνωστη σε αυτόν κοπέλα μπαίνει στη ζωή του με έναν αναπάντεχο τρόπο. Ένα ιδιόρρυθμο «κυνήγι θησαυρού» στους νυχτερινούς δρόμους της Νέας Υόρκης, ντυμένο με πολλή μουσική σε όλες της τις εκφάνσεις, σε μια ανορθόδοξη ρομαντική ιστορία που ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στο είδος της δραματικής ρομαντικής κομεντί και στις συνηθισμένες τραβηγμένες από τα μαλλιά σεξοκωμωδίες στο ύφος του «American Pie».

Η καρδιά της ιστορίας, η συνάντηση και η γνωριμία του Νικ και της Νόρα στη διάρκεια μιας επεισοδιακής νύχτας, είναι όμορφη και αληθινή, και υποστηρίζεται από τους πολύ ταιριαστούς πρωταγωνιστές. Ο Μάικλ Σερά του «Juno» και του «Superbad», μπορεί να επαναλαμβάνεται στους ρόλους του, είναι όμως πραγματικά αξιολάτρευτος και τόσο εκφραστικός με την απίθανη γκάμα από αμήχανα βλέμματα και άτσαλες, ντροπαλές χειρονομίες και κινήσεις. Ο έτερος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι η μουσική –τόσο ως υπόκρουση στο φόντο όσο και μέσω των πολυάριθμων μουσικών αναφορών. Η επαφή των δύο παιδιών βασίζεται στην αγάπη τους για την indie μουσική και το πάθος τους για την underground μουσική σκηνή της πόλης τους, έτσι το soundtrack δεν μπορεί παρά να τους ακολουθεί κατά πόδας με μερικά από τα πιο πρόσφατα ονόματα της pop/rock μουσικής να παίζουν στα ηχεία (και, για όσους τον γνωρίζουν, το cameo του ακριβοθώρητου Devendra Banhart είναι το κερασάκι στην τούρτα).
Από εκεί και πέρα, οι υπόλοιποι χαρακτήρες μάλλον φλερτάρουν με το υπερβολικό και πολλές φορές το γελοίο, με αποτέλεσμα, όποτε το ενδιαφέρον φεύγει από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, το φιλμ να χάνει τη δυναμική του και το ενδιαφέρον του. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι ένα κράμα των δύο, που είναι μεν ευχάριστο και διασκεδαστικό στην παρακολούθησή του, είναι όμως και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών αλλά και της προοπτικής που είχε η συγκεκριμένη ιστορία.

Αξιολόγηση: **

1.5.09

GHOST TOWN


Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Κέπ
Παίζουν: Ρίκι Τζέρβε, Γκρεγκ Κινίαρ, Τέα Λεόνι

ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 102΄


Παρουσιάζοντας πριν από λίγες εβδομάδες τον Δρόμο της επιστροφής από τούτη εδώ τη στήλη, ο Δημήτρης Δρένος έγραφε ότι ζούμε σε κοινωνίες εξειδίκευσης. «Κάπου, κάποιοι πεθαίνουν της πείνας, κάπου, κάποιοι σκοτώνονται, δεν μας αγγίζει, οι υπόλοιποι συνεχίζουμε με τις υπόλοιπες δουλειές που πρέπει να γίνουν»… Ποιες δουλειές είναι άραγε αυτές; Μερικοί εδώ στις ευημερούσες κοινωνίες της Δύσης έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται. Η ευμάρεια προκαλεί τελικά υπαρξιακές ανησυχίες, αλλά και τύψεις. Στο Visitor, το οποίο σχολιάζαμε στο προηγούμενο τεύχος, ένας πανεπιστημιακός καθηγητής συνειδητοποιεί ότι δεν προσφέρει και δεν παράγει παντελώς τίποτα και αποφασίζει να βοηθήσει ένα ζευγάρι λαθρομεταναστών και να εντρυφήσει στη γοητεία του τζέμπε, του αφρικανικού τύμπανου. Στην σημερινή ταινία ήρωας είναι ο Δρ. Πίνκους, ένας οδοντίατρος στο Μανχάταν, ο οποίος, παρότι – ή μήπως θα έπρεπε να πούμε ακριβώς εξαιτίας; - ζει σε ένα τεράστιο, υπερπολυτελές διαμέρισμα, είναι ένα μισανθρωπικό μονήρες ανθρωπάκι που διαθέτει από ένα δηλητηριώδες σχόλιο για όλους και για όλα. Ο Δρ. Πίνκους όμως δεν πρόκειται να διέλθει μέσα από κάποια προσωπική υπαρξιακή κρίση. Εδώ βρισκόμαστε στο πεδίο της κομεντί, με τις αναφορές της στον Κάπρα και τον Σπίλμπεργκ. Είναι ακριβώς η άγνοια της κατάστασής του που δημιουργεί το κωμικό αποτέλεσμα. Η δυστυχία του δεν είναι η μοναξιά του, αλλά το γεγονός ακριβώς ότι δεν μπορεί να αποφύγει τους άλλους. «Το πρόβλημά μου δεν είναι τα πλήθη, είναι τα άτομα που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό», αποφαίνεται σε μια κωμική αποστροφή του. Ο Δρ. Πίνκους δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν νεκροζώντανο, έναν ακόμη άνθρωπο που νομίζει ότι η έννοια της ζωής ταυτίζεται με μια απλή βιολογική λειτουργία. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η κατάστασή του αυτή συσχετίζεται στην ταινία με το θάνατο: Μετά από ένα «ατυχηματάκι» στην αναισθησία μιας απλής ιατρικής εξέτασης στην οποία υποβλήθηκε, ο Δρ. Πίνκους θα αρχίσει να βλέπει νεκρούς. Μετά από πολλές περιπέτειες θα συνειδητοποιήσει ότι οι νεκροί αυτοί ζητούν απ’ αυτόν να μεσιτεύσει για να διευθετήσουν τις συναισθηματικές εκκρεμότητες που άφησαν στη Γη. Μέσα από την επαφή του με τον κόσμο των νεκρών, ο Δρ. Πίνκους θα γίνει επιτέλους πιο ανθρώπινος… Η ταινία είναι το πρώτο «όχημα» για τη διείσδυση του βρετανού κωμικού του The Office Ρίκι Τζέρβε στο Χόλιγουντ, αλλά δυστυχώς γι’ αυτόν δεν πρόκειται για καθαρόαιμη κωμωδία. Πρόκειται, όπως προαναφέραμε, για κομεντί, για μια δραματική ταινία με κωμικό υπόβαθρο και ρομαντικές πτυχές. Λειτουργεί ανάλαφρα, λίγο γέλιο, λίγη συγκίνηση, λίγος προβληματισμός, και ξεχνιέται γρήγορα. Αυτή όμως η μεταφορά του Μανχάταν ως ενός χώρου που κατοικείται από νεκρούς κι από έναν οδοντίατρο τόσο μισάνθρωπο που να σχετίζεται περισσότερο μ’ αυτούς, παρά με ζωντανούς, μας φάνηκε κάτι περισσότερο από πετυχημένη…
***
Π.Κ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Μπέρτραμ Πίνκας είναι ένας εκκεντρικός οδοντίατρος που δεν απολαμβάνει ιδιαίτερα τη συναναστροφή με άλλους ανθρώπους. Το μότο του είναι: «αν έπρεπε να διαλέξω να είμαι ανάμεσα σε λίγους ανθρώπους και σε πολλούς ανθρώπους, θα επέλεγα τη γάτα μου» -όταν τον γνωρίσετε λίγο καλύτερα, δε θα εκπλαγείτε όταν μάθετε ότι δεν έχει καν γάτα. Η ζωή του, μια συνεχής προσπάθεια να αποφύγει τους γύρω του, είναι ήδη αρκετά περίπλοκη, θα γίνει όμως ακόμα πιο αβάσταχτη όταν μετά από ένα ιατρικό λάθος σε μια διαδικασία ρουτίνας, θα αρχίσει να βλέπει φαντάσματα. Ο στριμμένος, μισάνθρωπος και αγοραφοβικός Μπέρτραμ βρίσκεται έτσι συνεχώς περιτριγυρισμένος από πρόσωπα που διεκδικούν επίμονα την προσοχή του. Η κατάρα όμως αυτής της «έκτης αίσθησης» θα αποδειχτεί, μέσα από κωμικοτραγικές καταστάσεις, το καλύτερο δώρο που του έκαναν ποτέ αφού χάρη σ’ αυτήν θα ερωτευτεί και θα κάνει το πρώτο βήμα για να ξεπεράσει τις φοβίες του.

Ο Μπέρτραμ είναι ένας βρετανός στη Νέα Υόρκη. Όπως θα μας τραγουδούσε και ο Sting, είναι ένας ξένος, ένας εξωγήινος (είναι τυχαίο ότι σε κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής μας αναφέρεται με θαυμασμό στους στίχους των τραγουδιών του;). Ξένος ανάμεσα στους νεοϋορκέζους, ξένος ανάμεσα στα φαντάσματα, ξένος ανάμεσα στους χαρούμενους κοινωνικούς συνανθρώπους του. Ξένος και μόνος -και αυτή είναι κι η πηγή του δηλητηριώδους φλέγματός του. Η άμυνά του είναι η αποστασιοποίηση και ο κυνισμός. Κι έτσι ακριβώς είναι και η καρδιά αυτής της πεισιθάνατης κωμωδίας: μελαγχολική και αποστειρωμένη, σαν τα ιατρικά εργαλεία και την καθημερινότητα του Μπέρτραμ. Και το χιούμορ της, αν και μάταια προσπαθεί να γίνει γλυκανάλατο, κερδίζει πόντους μόνο όταν είναι κυνικό.
Το μεγαλύτερο ατού της ταινίας δεν είναι άλλο από τον απολαυστικό πρωταγωνιστή Ρίκι Ζερβέ, που ανέκφραστος και αγέλαστος («deadpan», που τόσο ταιριαστά λένε οι άγγλοι) πετάει τις θανατερές ατάκες του προς πάσα κατεύθυνση, δίνοντας στο κωμικό μέρος την ώθηση που χρειάζεται. Στο ρομαντικό και δραματικό κομμάτι από την άλλη, τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο πρωταγωνιστής δείχνουν κάπως αμήχανοι, με αποτέλεσμα η ταινία να χάνει λίγο σε συνοχή. Αυτό που βλέπουμε τελικά επί της οθόνης είναι μια δραματική κομεντί με δόσεις κυνισμού αλλά και ρομαντισμού, που έχει τη δυνατότητα να κάνει ακόμα και τους πικρόχολους να χαμογελάσουν γλυκά.
***
Μ.Ρ.

27.4.09

ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ


PADRE NUESTRO

Σκηνοθεσία: Κρίστοφερ Ζάλα
Παίζουν:
Χόρχε Άντριαν Επίνδολα, Αρμάντο Χερνάντεζ, Χεσούς Οτσόα

ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 110΄


Όχι πως έχω καμιά όρεξη να μου κολλήσουν την ταμπέλα του μαρξιστή-λενινιστή, αλλά κάθε φορά που βρίσκομαι αντιμέτωπος με κάποιο κινηματογραφικό προϊόν το οποίο αποκαλύπτει ή καταγγέλλει μια από τις πολλές πτυχές της κατάντιας της σύγχρονης κοινωνίας μας θυμάμαι ένα κείμενο του Λένιν, στο οποίο διακήρυσσε ότι η διάκριση αισθητικής και πολιτικής δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Η τέχνη είναι εξ ορισμού πολιτική και η πολιτική είναι τέχνη, κι όλα μαζί είναι ζωή. Ζωή που δεν διαχωρίζεται σε σφαίρες, «το πρωί μαθήτρια και το βράδυ πόρνη», ή «από δω η γυναίκα μου κι από κει το αίσθημά μου». Όλ’ αυτά δεν είναι παρά εκφράσεις της εγγενούς αστικής υποκρισίας. Ιδεώδες της Προλετκούλτ, του μετεπαναστατικού κινήματος για την προλεταριακή κουλτούρα, ήταν η επιστροφή της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο λαό, η τέχνη «από τα κάτω». Η συλλογική έκφραση και δημιουργία όφειλε να αντικαταστήσει τον ατομικιστικό μύθο της προσωπικής έκφρασης του ευαίσθητου καλλιτέχνη. Ακριβώς το αντίθετο δηλαδή απ’ αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία μας. Όταν λοιπόν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ταινία η οποία υποτίθεται πως καταγγέλλει το φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης εξαθλιωμένων Μεξικάνων στις ΗΠΑ και τη σκληρή πραγματικότητα με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι εκεί, καλό είναι να θυμόμαστε ότι πρόκειται για μια παραγωγή τριών αμερικανικών εταιρειών, της Cinergy Pictures, της Paramax Films και της Two Lane Pictures, απ’ ό,τι διαβάζουμε στους τίτλους, σκηνοθετημένη από ένα αμερικανάκι, τον Κρίστοφερ Ζάλα, και φτιαγμένη πάνω στη γνωστή συνταγή του περιπετειώδους δράματος που σκοπό έχει να μας βοηθήσει να αποδράσουμε φευγαλέα από τα προβλήματά μας και παράλληλα να διασκεδάσουμε τις τύψεις μας. Όποιος θέλει να μάθει τα πραγματικά προβλήματα των λαθρομεταναστών καλό είναι να απευθυνθεί στους ίδιους, ευτυχώς ή δυστυχώς υπάρχουν αρκετοί στη χώρα μας. Η συγκεκριμένη ταινία χαρακτηρίζεται από μια εξαιρετική σκοτεινή φωτογραφία του αστικού τοπίου του Μπρούκλυν, συχνά τοποθετημένου σε μια ειρωνική αντιπαράθεση με πλάνα ουρανοξυστών που συμβολίζουν το American Dream, κι από ένα σενάριο που προσπαθεί τόσο πολύ να έχει ανατροπές, που τελικά χάνει τελείως το παιχνίδι της πειστικότητας. Αυτό που μένει είναι το παιχνίδι των ταυτοτήτων, το εύρημα του αφελούς και καλοσυνάτου νεαρού που αναζητά στο Μπρούκλυν τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ και του επιτήδειου συνταξιδιώτη του, που του «κλέβει» την ταυτότητα και παρουσιάζεται σαν να είναι αυτός ο χαμένος γιος ενός μοναχικού μεξικάνου λαντζέρη, που τελικά ανακαλύπτει στην ιδέα ότι έχει γιο ένα λόγο ύπαρξης για τη μίζερη ζωή του. Σαν καλός WASP, ο Ζάλα τα πάει πολύ καλύτερα με τα ψυχολογικά δράματα, παρά με τους πολιτικούς προβληματισμούς.

**

20.3.09

ANOTHER GAY MOVIE


-->
Σκηνοθεσία: Todd Stephens
Παίζουν: Michael Carbonaro, Jonathan Chase, Jonah Blechman, Mitch Morris
ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 89΄

Οι περισσότεροι από μας έχουμε την τάση να θεωρούμε τις κωμωδίες με τα χοντροκομμένα αστεία τους σαν κάτι που δεν θα πρέπει να παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά. Στην πραγματικότητα όμως, μόνο μέσα από το χιούμορ και την ασυλία που μπορεί να προσφέρει το φαινομενικά ασόβαρο μπορούν κάποια πολύ σοβαρά πράγματα να βρουν μια πρώτη διέξοδο σαν συμβολικές μορφές στην κοινωνία. Επί του προκειμένου, αυτό που έχουμε εδώ είναι μια κωμωδία στο στιλ του American Pie, εξίσου αθυρόστομη και ελευθεριάζουσα, μόνο που αυτή τη φορά οι τέσσερις έφηβοι που ανυπομονούν να ξεπαρθενιαστούν είναι γκέι. Και μάλιστα, γκέι δίχως ούτε αμφιβολίες για τη σεξουαλικότητά τους, ούτε τύψεις. Είναι γκέι, το γνωρίζουν και το αποδέχονται. Το μόνο που τους ανησυχεί είναι απλά το πότε θα πηδηχτούν. Και όχι μόνο αυτό. Η αποενοχοποίηση της γκέι ταυτότητας συνεχίζεται όταν η μητέρα ενός από τους τέσσερις, ακούγοντας τον γιόκα της να της εξομολογείται συνεσταλμένα ότι είναι γκέι, αναφωνεί: «Επιτέλους, γιατί άργησες τόσο πολύ να μου το πεις;», ενώ ο πατέρας ενός άλλου καθησυχάζει τη σύζυγό του η οποία ανακαλύπτει κάτω από τις κουβέρτες του γιου της τα… αγγουράκια της ντυμένα με προφυλακτικά λέγοντάς της «έτσι είναι η ζωή όταν ο γιος σου είναι γκέι». Όταν στο τέλος αποκαλύπτεται ότι και ο ίδιος ο πατέρας είναι γκέι, και μάλιστα παρά λίγο να «ψωνιστεί» με τον ίδιο του το γιο στα δημόσια ουρητήρια, αυτό που εκλύεται είναι ένα απελευθερωτικό συναίσθημα, καθώς διαπιστώνουμε ότι ούτε ο ανδρισμός, ούτε η ικανότητα ενός ανθρώπου να είναι καλός γονέας εξαρτώνται τελικά από τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Μέσα από τον μανδύα της φαιδρότητας η ταινία είναι έτσι ικανή να μετατρέπει δράματα σε κωμωδίες, γιορτάζοντας την ανθρώπινη σεξουαλικότητα σαν ένα σαγηνευτικό ουράνιο τόξο του οποίου όλα τα χρώματα είναι εξίσου όμορφα και φυσιολογικά. Απαραίτητο φυσικά είναι το τρικ της υπερβολής: Η στοργική εξομολογητική κουβέντα πατέρα-γιου διακόπτεται απότομα όταν ο πατέρας αφήνει σύξυλο τον γιο για να κυνηγήσει έναν ωραίο γκόμενο που μπαίνει στις τουαλέτες, ενώ σε κάποια άλλη σκηνή, δυο πενηντάρηδες σε ένα γκέι μπαρ θεωρούν τελείως αυτονόητο ότι ο δεκαεπτάχρονος ήρωας είναι ήδη πολύ μεγάλος γι’ αυτούς. Τελικά, αν και η ταινία δεν παραλείπει να προσελκύσει το γκέι κοινό με κάποιες καλογυρισμένες γκέι ερωτικές σκηνές, είναι ίσως το ετεροφυλόφιλο κοινό αυτό στο οποίο απευθύνεται περισσότερο. Γιατί οι γκέι το γνωρίζουν ότι είναι άνθρωποι σαν όλους τους άλλους με μόνη διαφορά ότι προσελκύονται σεξουαλικά από άτομα του ίδιου φύλου, το θέμα είναι να το καταλάβουμε επιτέλους κι εμείς οι υπόλοιποι.

****

11.3.09

IMPORT/EXPORT


Σκηνοθεσία: Ούλριχ Σάιντλ
Παίζουν: Εκατερίνα Ρακ, Πολ Χόφμαν, Μάικλ Τόμας, Μαρία Χόφστετερ, Γκέοργκ Φρίντριχ
Διάρκεια: 136΄


Η Όλγα είναι μια Ουκρανή κοπέλα, ξανθιά και ψηλή. Πώς σας φαίνεται αυτό ως στερεότυπο; Αν περπατούσε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, οι περισσότεροι θα σκέφτονταν πως μάλλον είναι εξαγοράσιμη. Φτηνή-ακριβή δεν έχει σημασία, αλλά εξαγοράσιμη. Την κάνει το μαλλί και το ύψος πόρνη; Όχι, βέβαια. Αυτό που την κάνει πόρνη είναι το υψηλό ζυγωματικό που κατά πάσα πιθανότητα υποδηλώνει βορειοανατολική καταγωγή. Και όλοι ξέρουμε πως καμιά άλλη δουλειά δεν έχει στα μέρη μας μια Ουκρανή εκτός από το να εκδοθεί ή να παντρευτεί κάποιον ηλικιωμένο. Στα χρόνια μας, οι ανατολικές χώρες υπάρχουν για να ορίζουν τον δυτικό κόσμο και να επιβεβαιώνουν τον καθυστερημένο πρωτόγονο εγωισμό μας. Ευτυχώς που δεν γίναμε κομμουνιστές, λέμε, και σταυροκοπιόμαστε να φύγουν τα δαιμόνια. Ευτυχώς που δεν γίναμε πουτάνες της σάρκας, αλλά γίναμε πουτάνες σε όλα τα άλλα. Πουτάνες στη δουλειά, πουτάνες στο δρόμο, πουτάνες στον κινηματογράφο, πουτάνες παντού. Κι ευτυχώς που είμαστε τόσο καθυστερημένοι, ώστε να μην καταλαβαίνουμε πόσο πουτάνες είμαστε. Κι ευτυχώς έχουμε δάχτυλα. Δάχτυλα για να δείχνουμε τις Ουκρανές, και να λέμε ευτυχώς. Κι ευτυχώς που έχουμε λεφτά για να τις πηδάμε. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα καλύτερο από αυτό. Τώρα, έρχεται, ακούστε: Ευτυχώς που υπάρχει ο ανατολικός κόσμος για να μας ξεχέζει. Να μας βγάζει τα σκατά μας, όταν δεν θα μπορούμε να σηκώσουμε ούτε το χέρι μας. Ευτυχώς που υπάρχουν οι Ουκρανές να μας καθαρίζουν τον κώλο όταν θα ‘μαστε γέροι. Πώς θα αυτοπροσδιοριζόμασταν, Θεέ, χωρίς τον ανατολικό κόσμο!
Ευτυχώς που υπάρχει ο ανατολικός κόσμος για να εξάγουμε ελπίδα. Η άγρια ανατολή για τις παρανομίες του πανούργου μυαλού μας, καταφύγιο όσων τσαλαπατούμε στην καθημερινότητά μας. Ευτυχώς που υπάρχει η Βουλγαρία για τα σπα στα δυτικής ιδιοκτησίας ξενοδοχεία με βουλγάρες «μασέρ». Ευτυχώς που υπάρχει το Σαντάνσκι για να χτυπάμε το χέρι μας στη ρεσεψιόν και να λέμε: «ρε, δεν μιλάς ελληνικά; Τι βλάκες είστε εδώ». Να ‘ναι καλά που υπάρχει το Σαντάνσκι για να μας κάνει και μας λίγο να νιώθουμε Αμερικανοί. Τζον Γουέινηδες, καουμπόηδες στην άγρια ανατολή, να είμαστε οι πρώτες μούρες, σκληρά αντράκια. Ευτυχώς που υπάρχει και το ίντερνετ. Χαμός. Κι άμα είναι δεκάξι, ακόμα καλύτερα. Ευτυχώς που υπάρχουν κάποιοι στους οποίους να μπορούμε να διοχετεύουμε όλα μας τα κόμπλεξ, το μίσος, τα βίτσια. Κάποιος είναι από πίσω μας, μας πιέζει το κεφάλι με δύναμη, και κάποιος από μπροστά μας για να τα παίρνει όλα και να τα υπομένει διπλά. Να ‘ναι καλά οι Ουκρανές, και να ‘ναι καλά κι όλοι οι ηλικιωμένοι του κόσμου, γιατί όσο ένοχοι και να ‘ναι, πλέον είναι αβοήθητοι στα κρεβάτια. Και ακίνδυνοι. Και βλέπουν σπαστές εικόνες της ζωής τους μέσα από την παραμόρφωση της άνοιας, και μόνο στις νυχτερινές ώρες μπορούν να φωνάζουν «θάνατος, θάνατος, θάνατος», θάνατος, σαν να στάζει η βρύση, μονότονος, σαν να χτυπάει το κλαδί στο τζάμι.

*****

19.2.09

ΤΕΕΤΗ



Σκηνοθεσία: Μίτσελ Λίχτενσταϊν
Διάρκεια: 88΄
Παίζουν: Τζες Βάιξλερ, Τζον Χένσλεϊ, Τζος Πάις, Χέιλ Άπλμαν

Σε μια ήσυχη αμερικάνικη πόλη, από αυτές τις πόλεις που είναι τόσο ήσυχες που θαρρείς πως από στιγμή σε στιγμή θα κατέβουν εξωγήινοι ή θα συρθούν από τα έγκατα της γης ζόμπι για να τα κάνουν όλα λίμπα, ζει η Ντον με την άρρωστη μητέρα της, τον ευαίσθητο πατριό της και τον ανισόρροπο γιο του. Στο φόντο της ανέραστης πόλης δυο φουγάρα εργοστασίου δεν σταματούν στιγμή να καπνίζουν. Η Ντον, λοιπόν, ανήκει σε μια από αυτές τις ομάδες σεξουαλικώς καθυστερημένων ανθρώπων που κρύβονται πίσω από θρησκευτικές δεισιδαιμονίες, διακηρύσσουν την παρθενιά ως το υπέρτατο αγαθό του ανθρώπου και δεν χάνουν ευκαιρία για αυτοτιμωρία κι ενοχή. Και στο σχολείο η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική. Ο καθηγητής βιολογίας εξηγεί την ανατομία των ανδρικών γεννητικών οργάνων, αλλά όταν οι μαθητές γυρίζουν τη σελίδα, ένα αυτοκόλλητο της επιτροπής λογοκρισίας του σχολείου καλύπτει το σχέδιο των αιδοίων. Κι εν πάση περιπτώσει, επειδή σε μια τόσο καθώς πρέπει κοινωνία πρέπει να πέσει μια κατάρα, η Ντον βγάζει δόντια στον κόλπο της και τεμαχίζει όποιο πέος (ή φαλλικό υποκατάστατο όπως το χέρι) προσπαθεί να τη διακορεύσει. Είναι εκπληκτικό πώς μια φαινομενικά τόσο απλή ταινία, ίσως κακόγουστη για μερικούς, απλή φάρσα για άλλους, καταπιάνεται με τόσα πολλά θέματα συγχρόνως. Από τη μια η θρησκευτική προσήλωση, και οι επιρροές του χριστιανισμού, μιας σκοταδιστικής (κακά τα ψέματα) θρησκείας, υπεύθυνης για τη συντριπτική πλειοψηφία των σεξουαλικών κόμπλεξ κι ενοχών των ανθρώπων (αναρωτιέμαι πώς θα είχαν διαμορφωθεί οι θεωρίες ψυχανάλυσης αν δεν είχε υπάρξει ποτέ ο χριστιανισμός). Η σεξουαλική ενοχή, άλλωστε, είναι και ο πιο εύκολος τρόπος για να ελέγχει κανείς το άτομο και κατά συνέπεια την κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, αφήνοντας τη βαρετή θρησκεία έχουμε τον αιώνιο τρόμο. Το αιδοίο. Ο φόβος του ευνουχισμού από την πλευρά του άντρα, ο φθόνος του πέους από την πλευρά της γυναίκας κι επιτέλους ένα αιδοίο που έχει τη μεταφυσική δύναμη να υλοποιεί το φόβο. Ναι, έχει δόντια και ναι, είναι αληθινά. Το αιδοίο, πλέον και με τη βούλα, είναι το πιο ισχυρό γεννητικό όργανο, όχι μόνο μήτρα ζωής, αλλά και μαχητής-πολεμιστής. Φυσικά, η αρχικώς αθώα Ντον, η ανώριμη Ντον, σύντομα θα ανακαλύψει τη δύναμη του σώματός της και θα περάσει στη φάση της γνώσης και αυτογνωσίας, με αποτέλεσμα να αρχίσει να εκμεταλλεύεται το σαρκοφάγο (μεταφορικά και κυριολεκτικά) αιδοίο της. Και τέλος, επειδή όλα έχουν μια εξήγηση (ή ίσως όχι), τα δυο γκρίζα φουγάρα του εργοστασίου στο πολύχρωμο φόντο βγάζουν τόση κάπνα που θα μπορούσαν να κάνουν ακόμα κι ένα αιδοίο να βγάλει δόντια. Καλώς ορίσατε στον εικοστό πρώτο αιώνα, τον αιώνα της μετάλλαξης.
Τώρα… για να τα μαζέψουμε λίγο. Λοιπόν, μην περιμένετε πολύ σπλάτερ. Μερικά κομμένα πέη. Μην περιμένετε γυμνό. Ελάχιστο. Μπορείτε να περιμένετε, όμως, μια ειλικρινή πανέξυπνη μαύρη κωμωδία, με πολύ φρεσκάδα και τόλμη, άφθονη κριτική στον μεσοαστικό εφησυχασμό, και που δεν ανατρέπει ουσιαστικά κανέναν μύθο, αλλά αντιθέτως τον αναδεικνύει δίνοντας του υπόσταση. Κι όχι, δεν θα δείτε το αιδοίο. Πώς θα μπορούσατε άλλωστε; Θα ήταν τόσο τρομακτικό που θα σας έκανε να πετρώσετε σαν να βλέπατε το κεφάλι της Μέδουσας…
Σωτήρης Χ. Μπαμπατζιμόπουλος
****

18.2.09

ΕΞΩ-ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ


THE FALL
Σκηνοθεσία: Ταρσέμ Σίνγνκ
Παίζουν: Λι Πέις, Κατίνκα Ουντάρου, Ζυστίν Ουάντελ
Ινδία/Αγγλία/ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 117’

Υπόθεση: Ο πονεμένος και πληγωμένος Ρόι ψάχνει λύτρωση από τον πόνο και τη μελαγχολία στη μορφίνη. Η τραυματισμένη και αθώα Αλεξάντρια αναζητά διέξοδο από τη μονοτονία της καθημερινότητας και το σκληρό παρελθόν στις φανταστικές ιστορίες. Εκείνη είναι ένα μικρό κοριτσάκι, με σπαστά αγγλικά και καλοκάγαθο μουτράκι, γεμάτη ζωντάνια κι έτοιμη για σκανταλιές. Εκείνος είναι ένας πρώην φέρελπις κασκαντέρ, που κείτεται απελπισμένος σε ένα κρεβάτι με σπασμένα πόδια και θρυμματισμένη καρδιά, έχοντας χάσει πλέον την ελπίδα του και την αγάπη για τη ζωή. Θα συναντηθούν στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του ’20, όπου αναρρώνουν παράλληλα.
Καθώς η μικρή Αλεξάντρια διεκδικεί επίμονα την παρέα του κι εκείνος ζητά επίμονα να του ξεκλέψει λίγη μορφίνη, θα συμβιβαστούν με μια ιστορία. Εκείνος ξεκινά την αφήγηση βαριεστημένα κι εκείνη τον ακολουθεί ενθουσιωδώς. Ψάχνοντας ασυναίσθητα μια διαφυγή από την πραγματικότητα, θα συναντηθούν τελικά σε έναν εξωπραγματικό κόσμο, πλασμένο εν μέρει από τη φαντασία του κι εν μέρει από τη δική της.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, πρωταγωνιστές είναι πέντε μυθικοί ήρωες, που ξεπήδησαν χωρίς πολλή περίσκεψη από το μυαλό του Ρόι και πήραν σάρκα και οστά στη φαντασία του μικρού κοριτσιού. Η ανεπανάληπτη επική τους ιστορία ξετυλίγεται μέσα από πρόχειρες, φτηνές εμπνεύσεις του πονεμένου παραμυθά, όπως εμπλουτίζονται από τις παρατηρήσεις της οργιώδους φαντασίας της Αλεξάντρια. Σ’ αυτή την ιστορία υπάρχει χώρος για παρολίγον πειρατές, για ηρωικούς μασκοφόρους ληστές, για έρημα νησιά και αχανείς ερήμους, για διεφθαρμένους κυβερνήτες και πληγωμένους άντρες που μάχονται για να κερδίσουν την αγαπημένη τους. Η αρχή και το τέλος είναι έννοιες σχετικές, όπως και η συνοχή, ο ρεαλισμός και η πραγματικότητα.

Ήδη από τους στυλιζαρισμένους μαυρόασπρους τίτλους αρχής, που η εικόνα κατακερματίζει την αφήγηση και τα εντυπωσιακά κάδρα αφήνουν μισοειπωμένη μια ιστορία που θα ολοκληρωθεί πολύ μετά, κάνουμε τα πρώτα μας βήματα στο ιδιόρρυθμο σύμπαν που θα μας υποδεχτεί λίγο μετά. Στη συνέχεια το ασπρόμαυρο θα δώσει τη θέση του σε μια οπτική πανδαισία, σε ένα σύμπαν τόσο εντυπωσιακό εικαστικά, που η εκπληκτική φωτογραφία και η φετιχιστική προσήλωση στο στήσιμο κάθε μεγαλεπήβολης σκηνής, σχεδόν μας κάνει να ξεχνάμε την ουσιαστική έλλειψη ιστορίας.
Είναι όμως γεγονός ότι η καρδιά της ταινίας μοιάζει να βασίζεται μονάχα σε μισοτελειωμένα σχεδιάσματα ιστοριών, που δένονται με τρόπο παραληρηματικό και τελικά χάνουν την αφηγηματική τους δύναμη. Αυτό που ξεκινά ως ένας φόρος τιμής στην κινούμενη εικόνα και φιλοδοξεί να σταθεί σαν μια αλληγορία για τη δύναμη της εικόνας και των φανταστικών ιστοριών που προβάλλονται στο πανί, τελικά προδίδεται από την έλλειψη του κυριότερου συστατικού μιας δυνατής κινηματογραφικής ταινίας: μιας στιβαρής αφήγησης, μιας ιστορίας που καθηλώνει το θεατή και τρυπώνει στο μυαλό και στην καρδιά.
Ένα εκκεντρικό παραμύθι, ένα ταξίδι εκτός πραγματικότητας, ένας πίνακας ζωγραφισμένων κινούμενων εικόνων, το φιλόδοξο πόνημα του Ταρσέμ ίσως να μη φτάνει τις προσδοκίες του δημιουργού του, αλλά δίνει αναμφίβολα ενδιαφέρουσα τροφή για τα μάτια και το μυαλό.

***

ΤΟ ΧΥΜΑΔΙΟ


THE WACKNESS

Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Λεβίν
Παίζουν: Μπεν Κίνγκσλεϊ, Τζος Πεκ, Φάμκε Γιάνσεν
ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 99’

Υπόθεση: Στη Νέα Υόρκη των αρχών της δεκαετίας του ’90, ο Λουκ Σαπίρο έχει μόλις τελειώσει το λύκειο και βρίσκεται αντιμέτωπος με το πρώτο καλοκαίρι της ελευθερίας του, πριν επιλέξει το κολέγιο που θα φοιτήσει στη συνέχεια. Είναι ιδιόρρυθμος, ευαίσθητος, μοναχικός. Δεν είχε ποτέ κοπέλα και ο μόνος τρόπος κοινωνικοποίησής του είναι πουλώντας μαριχουάνα στους συμμαθητές του και στους δρόμους. Σε μια πόλη που αλλάζει προσπαθώντας να γίνει πιο ασφαλής, σε ένα καλοκαίρι που καλείται να πάρει τις «μεγάλες αποφάσεις» της ζωής του κι ανάμεσα σε ανθρώπους που ταλαντεύονται ανάμεσα στις λάθος επιλογές τους και μια απροσδιόριστη αισιοδοξία της εποχής, ο Λουκ επιλέγει το «χύμα»: περιφέρεται στους δρόμους ακούγοντας χιπ χοπ και πουλώντας «χόρτο», πιάνει φιλίες με έναν sui generis μεσήλικα ψυχαναλυτή και ερωτεύεται την κόρη του, για πρώτη φορά χωρίς αναστολές και άμυνες.

Λόγος πολύς γίνεται, ιδιαίτερα τελευταία, για τη νέα γενιά (την εκάστοτε νέα γενιά) και τα σταυροδρόμια στα οποία βρίσκεται, όταν φτάνει και επισήμως η στιγμή να κάνει το βήμα από την εφηβεία στην ωριμότητα. Ένα μετέωρο βήμα, ένα μεταίχμιο, όπου όλοι κάτι απαιτούν και περιμένουν από εσένα, κι εσύ μοιάζει να έχεις ξεχάσει πώς είναι να περπατάς. Άτσαλα, αμήχανα, αβέβαια βήματα για να μπεις στην πραγματική ζωή, διεκδικώντας ένα μερίδιο από αυτά που σου έχουν υποσχεθεί ως παιδί, κρυμμένο και προστατευμένο στο σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον. Και βγαίνοντας για να ζήσεις, πρώτη φορά χωρίς προστατευτικό δίχτυ από κάτω, στραπατσάρεσαι και πέφτεις κάτω -μα στη συνέχεια μαθαίνεις, σηκώνεσαι και συνεχίζεις. Αυτή ακριβώς η μετάβαση είναι η καρδιά του γλυκόπικρου και νοσταλγικού φιλμ του Λεβίν, μια μετάβαση η οποία είναι πάντα καθοριστική, είτε γίνεται θορυβωδώς και επαναστατικά, είτε πραγματοποιείται εσωτερικά και υπόκωφα, όπως στην περίπτωση του Λουκ. Διεκδικώντας αυτό το καλοκαίρι για τον εαυτό του, αφήνει την εφηβική του εσωστρέφεια και αφήνεται να ανοιχτεί, σε φίλους, στον έρωτα και στη ζωή. Η επανάστασή του δεν αγγίζει τον περίγυρό του, αλλά μέσα του τον καίει ολόκληρο. Κι όταν ο καλοκαιρινός καύσωνας περάσει και έρθει η ώρα να μπει πάλι στη συμβατική καθημερινότητα, θα πρέπει να ζυγίσει τί έχασε και τί κέρδισε από αυτό το καλοκαίρι. Κι η αλλαγή που επήλθε πάνω του, ίσως ανεπαίσθητη για τους έξω, θα είναι γι’ αυτόν πολύτιμη αποσκευή για την υπόλοιπη ζωή του «εκεί έξω».

****

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ


KING OF CALIFORNIA

Σκηνοθεσία: Μάικ Κάχιλ
Παίζουν: Μάικλ Ντάγκλας, Έβαν Ρέιτσελ Γουντ
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 93’

Υπόθεση: Ο Τσάρλι παίρνει εξιτήριο από τη ψυχιατρική κλινική στην οποία ήταν έγκλειστος για δύο χρόνια και επιστρέφει με την έφηβη κόρη του Μιράντα στο σπίτι του, σ’ ένα απομονωμένο προάστιο χαμένο κάπου στην Καλιφόρνια. Η Μιράντα, εγκαταλελειμένη από μητέρα και με έναν πατέρα πνευματικά ασταθή, μένει ουσιαστικά μόνη και έχει αναγκαστεί να ωριμάσει πολύ γρήγορα και πολύ νωρίτερα από την ηλικία της. Αρχικά σκεπτική και αρνητική απέναντι στον αλαφροϊσκιωτο Τσάρλι, αλλά μη μπορώντας συγχρόνως να καταπνίξει την ανάγκη της για μια πατρική φιγούρα και την αδυναμία της στην γεμάτη εκπλήξεις και αντιφάσεις προσωπικότητα του ανθρώπου που τη δημιούργησε, τελικά τον ακολουθεί σε ένα παράδοξο ταξίδι θησαυρού στα ίχνη μιας Καλιφόρνια χαμένης στο πέρασαμα του χρόνου και της αστικοποίησης.

Παράφρων ο βασιλιάς, άνθρακες ο θησαυρός. Μήπως όμως αυτοί οι άνθρακες είναι ο πραγματικός θησαυρός; Ένας καμβάς καθαρά δραματικός, με μια διαλυμένη, δυσλειτουργική «οικογένεια» στο επίκεντρο, μα με κωμικές, ελπιδοφόρες νότες που δίνουν μια τελείως διαφορετική τροπή στην ιστορία.
Ο «βασιλιάς», ο υποτιθέμενος pater familias Τσάρλι καταρρίπτει το πρότυπο που θέλει τον πατέρα στήριγμα της οικογένειας και είναι ο υποβασταζόμενος, ο ανώριμος, ο προβληματικός. Η οικογένεια, ο «θησαυρός», είναι εδώ αναποδογυρισμένη, σχεδόν ανύπαρκτη, με μια εγκαταλελειμένη, μοναχική έφηβη να παίζει το ρόλο και των δύο γονέων για την ίδια αλλά και τον πατέρα της. Μπορεί άραγε από όλα αυτά να προκύψει κάποια αχτίδα φωτός, σαν μια άλλη little (miss) sunshine γι’ αυτή την οικογένεια χωρίς όνομα, που όμως κάλλιστα θα μπορούσε να λέγεται Tenenbaum;
Ακολουθώντας τη γνώριμη πλέον φόρμα της ανεξάρτητης feel good δραματικής κωμωδίας που μας έρχεται κατά κύματα τα τελευταία χρόνια από την Αμερική («Little Miss Sunshine», «Juno», «The Wackness», καθώς και τα πιο σύνθετα και πολυεπίπεδα φιλμ του Γουες Άντερσον, αλλά και το «Wonderboys» λίγα χρόνια πριν, που έρχεται στο μυαλό και μόνο από την παρουσία του Μάικλ Ντάγκλας σε έναν αντίστοιχο ρόλο), το φιλμ του Μάικ Κάχιλ μπορεί να μη φτάνει στις καλύτερες στιγμές των παραπάνω έργων, όμως κατορθώνει να συγκινήσει και να κρατήσει το θεατή. Και μαζί με το χαμόγελο του αφήνει στο τέλος και μια γλυκόπικρη γεύση που μένει στο στόμα, κυρίως χάρη σε ένα φινάλε που καταφέρνει να δώσει νόημα σε ολόκληρη την ταινία αλλά και υπόσταση σε μια πιο παραμυθένια Καλιφόρνια.

***

5.2.09

ΟΛΟΙ ΠΟΘΟΥΝ ΤΗΝ ΜΑΝΤΙ ΛΕΪΝ


ALL THE BOYS LOVE MANDY LANE

Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Λέβιν
Παίζουν: Άμπερ Χερντ, Άνσον Μάουντ, Μάικλ Γουέλτς

ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 88΄


Ως γνωστόν, βασικό θέμα των θρίλερ, και ιδιαίτερα των teen slasher, είναι η σεξουαλικότητα. Γιατί τόσο τα θρίλερ όσο και η σεξουαλικότητα, και ιδιαίτερα η αφύπνισή της, τρομάζουν… Γι’ αυτό και πάμπολλες ταινίες παράγονται με θέμα μια ομάδα εφήβων που απομονώνονται σε ένα δάσος ή σε ένα απόμακρο σπίτι για να κάνουν πάρτι και καταλήγουν στα νύχια κάποιου παρανοϊκού δολοφόνου. Η ανάγκη διαχείρισης της σεξουαλικότητας γεννά τρόμο. Η πιθανότητα απόρριψης. Η πιθανότητα να μην έχεις καλή επίδοση. Η πιθανότητα να μείνεις μόνη ή μόνος. Όλα αυτά τα συναισθήματα διοχετεύονται μέσα από έναν γκροτέσκο μηχανισμό στην ανάγκη να δεις το ανθρώπινο σώμα κακοποιημένο, παραμορφωμένο, πασαλειμμένο με αίμα, διαμελισμένο. Κατά προτίμηση το σώμα της γκόμενας που σε απέρριψε για κάποιον άλλον, ή του γκόμενου που έχει μάτια μόνο για την κολλητή σου. Στη συγκεκριμένη ταινία τα ψυχολογικά στοιχεία είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Αν σε κάτι αριστεύει ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Λέβιν είναι η απόδοση όλου του κλίματος αναζήτησης ταυτότητας και ταυτόχρονης διεγερμένης λίμπιντο που κυριαρχεί στην εφηβεία. Δεν είναι τυχαίο ότι επόμενη ταινία του ήταν το «Χυμαδιό». Χρησιμοποιώντας κορεσμένα χρώματα και κοντινές λήψεις που στριμώχνουν δυο πρόσωπα στο ίδιο πλάνο, καταφέρνει να αποσπάσει τον μέγιστο μαγνητισμό, μια παράξενη ζωική έλξη από τα περισσότερα ζεύγη ηρώων της ιστορίας του. Ο ερωτισμός, άλλοτε σε μορφή οικεία κι αναμενόμενη και άλλοτε παρεκκλίνουσα κι ανεπιθύμητη, ξεχειλίζει. Ο τρόμος από την άλλη, δεν είναι εξίσου πειστικός. Ίσως σε κάποιους αμάθητους να επιδράσει, αλλά οι φανατικοί φίλοι του είδους δεν έχουν να περιμένουν και πολλά, εκτός ίσως από μια ωραία μαχαιριά στα μάτια. Από την άλλη, αυτό λειτουργεί και υπέρ της ταινίας. Γιατί έτσι ο τρόμος δεν μοιάζει να είναι υπερφυσικός, ή υπερβολικός, παρά σαν κάτι που βγαίνει μέσα από την ίδια την παρέα, μια βία που αποτελεί μέρος της ίδιας της τής φύσης. Η ταινία κρατά κι έναν άσο στο μανίκι της για το φινάλε. Μια ανατροπή. Κάποιοι την είδαν σαν μια ρηχή απόπειρα να ικανοποιηθούν οι συμβάσεις του είδους. Εμένα πάλι μου φάνηκε εξαιρετικά πετυχημένη, δεδομένης της έμφασης στην ερωτική ψυχολογία που κυριαρχούσε γενικά στην ταινία. Αξίζει να την δείτε και να κρίνετε από μόνοι σας.

***

30.1.09

ΙΔΙΟΦΥΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ


SMART PEOPLE

Σκηνοθεσία: Νόαμ Μούρο
Παίζουν: Ντένις Κουέιντ, Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, Έλεν Πέιτζ, Τόμας Χέιντεν Τσερτς
ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 91΄


Υπερβολικά σπουδαγμένοι, μορφωμένοι μέχρι παραμόρφωσης, φαν της λογοτεχνίας, των επιστημών και των τεχνών αλλά όχι της ζωής, έχετε τώρα όλοι την ευκαιρία να ικανοποιήσετε εκείνη την καλά θαμμένη φαντασίωσή σας με την Σάρα Τζέσικα Πάρκερ παρακολουθώντας αυτή την αμερικάνικη κομεντί-διασταύρωση του Juno με το Wonder Boys. Πρωταγωνιστεί ο Ντένις Κουέιντ στο ρόλο μισάνθρωπου αλαζόνα πανεπιστημιακού καθηγητή λογοτεχνίας, ο οποίος βρίσκει τον έρωτα και τη χαμένη ανθρωπιά του στο πρόσωπο της κυρίας Sex and the City. Σύμφωνα με την λανθάνουσα λογική της ταινίας πρόκειται για το τέλειο ζευγάρι: Αν η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ νόμιζε μέχρι τώρα ότι αυτό που ήθελε ήταν ένας αρρενωπός άνδρας με καλοσχηματισμένο κορμί και έφεση στα… υδραυλικά, έκανε λάθος. Στην πραγματικότητα αυτό που της ταιριάζει είναι ένας ώριμος κουλτουριάρης με IQ τόσο υψηλό, που να έχει ξεχάσει παντελώς πώς να συμπεριφέρεται σε απλές, καθημερινές καταστάσεις, ούτως ώστε από τη μια να τον θαυμάζει (αυτή η νοητικώς κατώτερη – κι ας είναι και γιατρός στην ταινία), κι από την άλλη να πρέπει να τον νταντεύει, διότι, ως γνωστόν, κάθε άνδρας είναι κατά βάθος ένα παιδί, και κάθε παιδί αποζητά μια μαμά. Ακούγεται σχηματικό, και πράγματι στην ταινία δεν βγαίνει και πολύ πειστικά – υπάρχει μια εξαιρετική σχετική συζήτηση στο message board του imdb – αλλά αναρωτιέμαι τελικά μήπως είναι αλήθεια. Από την άλλη μεριά, λογικά θα περίμενε κανείς ότι ένας τέτοιος άνδρας θα γοητευόταν από μια γυναίκα αναλόγων προσόντων, κάποια ακαδημαϊκό, ποιήτρια, ή κάτι ανάλογο, αλλά φευ. Τελικά αυτό που ψάχνει είναι μια χαζογκόμενα που να κάθεται και να ακούει τις ατέλειωτες αγορεύσεις του περί μεταμοντερνισμού με το στόμα ανοιχτό. Αυτό κι αν ακούγεται βγαλμένο από τη ζωή. Στην ταινία εμπλέκεται ακόμα η έφηβη κόρη του καθηγητή, με την Έλεν Πέιτζ να συνεχίζει τον ρόλο της Τζούνο από εκεί ακριβώς που τον είχε αφήσει λες και βρίσκεται στην ίδια ταινία, καθώς και ο αδελφός του - υιοθετημένος αδελφός, όπως δεν χάνει ευκαιρία να διευκρινίζει ο κύριος καθηγητής – ο οποίος μοιάζει να είναι το μοναδικό λογικό και ισορροπημένο άτομο στην ταινία, πάντα έτοιμος για συναισθηματική επικοινωνία, αλλά και για ένα καλό πάρτι, εξού και είναι ένας αποτυχημένος, χωρίς δουλειά και φράγκα. Αυτό κι αν είναι κλισέ. Αν υποπτευθώ όμως ότι είναι κι αυτό αληθινό, ε, τότε θα πω ότι αυτή είναι μια καλή ταινία…

***

14.1.09

ΑΠΛΑ... Σ’ ΑΓΑΠΩ


IL Y A LONGTEMPS QUE JE T’AIME


Σκηνοθεσία: Φιλίπ Κλοντέλ
Παίζουν: Κρίστιν Σκοτ Τόμας, Έλσα Ζιλμπερστίν, Φρεντερίκ Πιερό, Λοράν Γκρέβιλ
Διάρκεια: 115΄

Σ’ ένα αεροδρόμιο η Ζουλιέτ κάθεται μόνη της στην καφετέρια. Καπνίζει και κοιτάζει νευρικά έξω από το παράθυρο. Έχει μαύρους κύκλους. Μοιάζει να μην έχει κοιμηθεί για χρόνια. Μια νεαρότερη γυναίκα την πλησιάζει, αναγνωρίζονται και αγκαλιάζονται αμήχανα. Μπαίνουν στο αυτοκίνητο. Η Λία είναι η μικρότερη αδελφή της Ζουλιέτ. Έχουν να ιδωθούν τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια. Η Λία είναι παντρεμένη, είναι καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, έχει υιοθετήσει δυο παιδιά και μένει μαζί με τον πεθερό της, ο οποίος λόγω ενός ατυχήματος, έχει χάσει τη λαλιά του και περνάει τη μέρα διαβάζοντας βιβλία. Κανείς από τους φίλους της δεν ήξερε ότι έχει αδερφή. Διότι η Ζουλιέτ ήταν το σφραγισμένο μυστικό της οικογένειας. Δεκαπέντε χρόνια φυλακή για τη δολοφονία του εξάχρονου γιου της. Η Λία προσπαθεί να επανασυνθέσει μια σχέση που η ίδια διέκοψε. Οι πράξεις της εμπεριέχουν τις τύψεις και η φυλακή δεν έχει όνομα. Είναι το «εκεί», το «άλλο». Ο μεσοαστικός περίγυρός της εγκλωβισμένος σε μια φούσκα πνευματικού αυνανισμού και συγκαλυμμένης κατάθλιψης, όπου οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από την υψηλή λογοτεχνία, την υψηλή κουλτούρα και τις στιχομυθίες εντυπωσιασμού, έχει ξεχάσει πως υπάρχει το «εκεί». Ή ακόμα καλύτερα, έχει εξορκίσει το «εκεί» και το έχει καταδικάσει να βρίσκεται μονάχα νεκρό στις λογοτεχνικές σελίδες. Όμως, όσο κι αν εθελοτυφλούν, το «εκεί» είναι υπαρκτό.
Η Ζουλιέτ δεν αποκηρύσσει το «εκεί», διότι έχει καταλήξει πως η πιο οδυνηρή φυλακή είναι αυτή που βρίσκεται μέσα της κι έχει αντιληφθεί πως το «άλλο» και το «αυτό», το «εδώ» και το «εκεί» είναι απλώς οι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Πλέον ο στόχος της είναι να αναστήσει τα συναισθήματα της, να ζήσει τη σαρκική απόλαυση και να προσπαθήσει να σώσει ό,τι από το παρελθόν της μπορεί να σωθεί. Ο μόνος άξονας αναφοράς είναι η μικρή της αδερφή. Ο δρόμος προφανώς προβλέπεται ανηφορικός. Και κυρίως μοναχικός.
Το «Απλά σ’ αγαπώ» είναι ένα γαλλικό μελόδραμα που σέβεται όλους τους κανόνες του είδους, προτιμώντας να χειριστεί το δύσκολο θέμα με μια αποστασιοποιημένη και ακαδημαϊκή (όπως συνηθίζουν να λένε) κινηματογράφηση, και να αφήσει έτσι το μεγάλο βάρος στους ηθοποιούς και στις σιωπές τους. Εξάλλου αν υπάρχει ένα είδος που παραδοσιακά ανυψώνει το ρόλο του ηθοποιού, αυτό είναι το δράμα (αλλά και η κωμωδία - η άλλη όψη του νομίσματος). Και δεν θα ήταν υπερβολή να πω πως όλη η αφήγηση, η ουσία και το «ψωμί» της ταινίας βρίσκεται στην ερμηνεία της Κρίστιν Σκοτ Τόμας, στο αμήχανο βλέμμα, στο οστεώδες πρόσωπό της, στη ναρκωμένη οργή, και στις νευρικές σιωπές της. Το δίχως άλλο, καθηλωτική. Ακριβώς όπως όφειλε να είναι.

***