19.2.09

ΤΕΕΤΗ



Σκηνοθεσία: Μίτσελ Λίχτενσταϊν
Διάρκεια: 88΄
Παίζουν: Τζες Βάιξλερ, Τζον Χένσλεϊ, Τζος Πάις, Χέιλ Άπλμαν

Σε μια ήσυχη αμερικάνικη πόλη, από αυτές τις πόλεις που είναι τόσο ήσυχες που θαρρείς πως από στιγμή σε στιγμή θα κατέβουν εξωγήινοι ή θα συρθούν από τα έγκατα της γης ζόμπι για να τα κάνουν όλα λίμπα, ζει η Ντον με την άρρωστη μητέρα της, τον ευαίσθητο πατριό της και τον ανισόρροπο γιο του. Στο φόντο της ανέραστης πόλης δυο φουγάρα εργοστασίου δεν σταματούν στιγμή να καπνίζουν. Η Ντον, λοιπόν, ανήκει σε μια από αυτές τις ομάδες σεξουαλικώς καθυστερημένων ανθρώπων που κρύβονται πίσω από θρησκευτικές δεισιδαιμονίες, διακηρύσσουν την παρθενιά ως το υπέρτατο αγαθό του ανθρώπου και δεν χάνουν ευκαιρία για αυτοτιμωρία κι ενοχή. Και στο σχολείο η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική. Ο καθηγητής βιολογίας εξηγεί την ανατομία των ανδρικών γεννητικών οργάνων, αλλά όταν οι μαθητές γυρίζουν τη σελίδα, ένα αυτοκόλλητο της επιτροπής λογοκρισίας του σχολείου καλύπτει το σχέδιο των αιδοίων. Κι εν πάση περιπτώσει, επειδή σε μια τόσο καθώς πρέπει κοινωνία πρέπει να πέσει μια κατάρα, η Ντον βγάζει δόντια στον κόλπο της και τεμαχίζει όποιο πέος (ή φαλλικό υποκατάστατο όπως το χέρι) προσπαθεί να τη διακορεύσει. Είναι εκπληκτικό πώς μια φαινομενικά τόσο απλή ταινία, ίσως κακόγουστη για μερικούς, απλή φάρσα για άλλους, καταπιάνεται με τόσα πολλά θέματα συγχρόνως. Από τη μια η θρησκευτική προσήλωση, και οι επιρροές του χριστιανισμού, μιας σκοταδιστικής (κακά τα ψέματα) θρησκείας, υπεύθυνης για τη συντριπτική πλειοψηφία των σεξουαλικών κόμπλεξ κι ενοχών των ανθρώπων (αναρωτιέμαι πώς θα είχαν διαμορφωθεί οι θεωρίες ψυχανάλυσης αν δεν είχε υπάρξει ποτέ ο χριστιανισμός). Η σεξουαλική ενοχή, άλλωστε, είναι και ο πιο εύκολος τρόπος για να ελέγχει κανείς το άτομο και κατά συνέπεια την κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, αφήνοντας τη βαρετή θρησκεία έχουμε τον αιώνιο τρόμο. Το αιδοίο. Ο φόβος του ευνουχισμού από την πλευρά του άντρα, ο φθόνος του πέους από την πλευρά της γυναίκας κι επιτέλους ένα αιδοίο που έχει τη μεταφυσική δύναμη να υλοποιεί το φόβο. Ναι, έχει δόντια και ναι, είναι αληθινά. Το αιδοίο, πλέον και με τη βούλα, είναι το πιο ισχυρό γεννητικό όργανο, όχι μόνο μήτρα ζωής, αλλά και μαχητής-πολεμιστής. Φυσικά, η αρχικώς αθώα Ντον, η ανώριμη Ντον, σύντομα θα ανακαλύψει τη δύναμη του σώματός της και θα περάσει στη φάση της γνώσης και αυτογνωσίας, με αποτέλεσμα να αρχίσει να εκμεταλλεύεται το σαρκοφάγο (μεταφορικά και κυριολεκτικά) αιδοίο της. Και τέλος, επειδή όλα έχουν μια εξήγηση (ή ίσως όχι), τα δυο γκρίζα φουγάρα του εργοστασίου στο πολύχρωμο φόντο βγάζουν τόση κάπνα που θα μπορούσαν να κάνουν ακόμα κι ένα αιδοίο να βγάλει δόντια. Καλώς ορίσατε στον εικοστό πρώτο αιώνα, τον αιώνα της μετάλλαξης.
Τώρα… για να τα μαζέψουμε λίγο. Λοιπόν, μην περιμένετε πολύ σπλάτερ. Μερικά κομμένα πέη. Μην περιμένετε γυμνό. Ελάχιστο. Μπορείτε να περιμένετε, όμως, μια ειλικρινή πανέξυπνη μαύρη κωμωδία, με πολύ φρεσκάδα και τόλμη, άφθονη κριτική στον μεσοαστικό εφησυχασμό, και που δεν ανατρέπει ουσιαστικά κανέναν μύθο, αλλά αντιθέτως τον αναδεικνύει δίνοντας του υπόσταση. Κι όχι, δεν θα δείτε το αιδοίο. Πώς θα μπορούσατε άλλωστε; Θα ήταν τόσο τρομακτικό που θα σας έκανε να πετρώσετε σαν να βλέπατε το κεφάλι της Μέδουσας…
Σωτήρης Χ. Μπαμπατζιμόπουλος
****

18.2.09

ΕΞΩ-ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ


THE FALL
Σκηνοθεσία: Ταρσέμ Σίνγνκ
Παίζουν: Λι Πέις, Κατίνκα Ουντάρου, Ζυστίν Ουάντελ
Ινδία/Αγγλία/ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 117’

Υπόθεση: Ο πονεμένος και πληγωμένος Ρόι ψάχνει λύτρωση από τον πόνο και τη μελαγχολία στη μορφίνη. Η τραυματισμένη και αθώα Αλεξάντρια αναζητά διέξοδο από τη μονοτονία της καθημερινότητας και το σκληρό παρελθόν στις φανταστικές ιστορίες. Εκείνη είναι ένα μικρό κοριτσάκι, με σπαστά αγγλικά και καλοκάγαθο μουτράκι, γεμάτη ζωντάνια κι έτοιμη για σκανταλιές. Εκείνος είναι ένας πρώην φέρελπις κασκαντέρ, που κείτεται απελπισμένος σε ένα κρεβάτι με σπασμένα πόδια και θρυμματισμένη καρδιά, έχοντας χάσει πλέον την ελπίδα του και την αγάπη για τη ζωή. Θα συναντηθούν στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του ’20, όπου αναρρώνουν παράλληλα.
Καθώς η μικρή Αλεξάντρια διεκδικεί επίμονα την παρέα του κι εκείνος ζητά επίμονα να του ξεκλέψει λίγη μορφίνη, θα συμβιβαστούν με μια ιστορία. Εκείνος ξεκινά την αφήγηση βαριεστημένα κι εκείνη τον ακολουθεί ενθουσιωδώς. Ψάχνοντας ασυναίσθητα μια διαφυγή από την πραγματικότητα, θα συναντηθούν τελικά σε έναν εξωπραγματικό κόσμο, πλασμένο εν μέρει από τη φαντασία του κι εν μέρει από τη δική της.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, πρωταγωνιστές είναι πέντε μυθικοί ήρωες, που ξεπήδησαν χωρίς πολλή περίσκεψη από το μυαλό του Ρόι και πήραν σάρκα και οστά στη φαντασία του μικρού κοριτσιού. Η ανεπανάληπτη επική τους ιστορία ξετυλίγεται μέσα από πρόχειρες, φτηνές εμπνεύσεις του πονεμένου παραμυθά, όπως εμπλουτίζονται από τις παρατηρήσεις της οργιώδους φαντασίας της Αλεξάντρια. Σ’ αυτή την ιστορία υπάρχει χώρος για παρολίγον πειρατές, για ηρωικούς μασκοφόρους ληστές, για έρημα νησιά και αχανείς ερήμους, για διεφθαρμένους κυβερνήτες και πληγωμένους άντρες που μάχονται για να κερδίσουν την αγαπημένη τους. Η αρχή και το τέλος είναι έννοιες σχετικές, όπως και η συνοχή, ο ρεαλισμός και η πραγματικότητα.

Ήδη από τους στυλιζαρισμένους μαυρόασπρους τίτλους αρχής, που η εικόνα κατακερματίζει την αφήγηση και τα εντυπωσιακά κάδρα αφήνουν μισοειπωμένη μια ιστορία που θα ολοκληρωθεί πολύ μετά, κάνουμε τα πρώτα μας βήματα στο ιδιόρρυθμο σύμπαν που θα μας υποδεχτεί λίγο μετά. Στη συνέχεια το ασπρόμαυρο θα δώσει τη θέση του σε μια οπτική πανδαισία, σε ένα σύμπαν τόσο εντυπωσιακό εικαστικά, που η εκπληκτική φωτογραφία και η φετιχιστική προσήλωση στο στήσιμο κάθε μεγαλεπήβολης σκηνής, σχεδόν μας κάνει να ξεχνάμε την ουσιαστική έλλειψη ιστορίας.
Είναι όμως γεγονός ότι η καρδιά της ταινίας μοιάζει να βασίζεται μονάχα σε μισοτελειωμένα σχεδιάσματα ιστοριών, που δένονται με τρόπο παραληρηματικό και τελικά χάνουν την αφηγηματική τους δύναμη. Αυτό που ξεκινά ως ένας φόρος τιμής στην κινούμενη εικόνα και φιλοδοξεί να σταθεί σαν μια αλληγορία για τη δύναμη της εικόνας και των φανταστικών ιστοριών που προβάλλονται στο πανί, τελικά προδίδεται από την έλλειψη του κυριότερου συστατικού μιας δυνατής κινηματογραφικής ταινίας: μιας στιβαρής αφήγησης, μιας ιστορίας που καθηλώνει το θεατή και τρυπώνει στο μυαλό και στην καρδιά.
Ένα εκκεντρικό παραμύθι, ένα ταξίδι εκτός πραγματικότητας, ένας πίνακας ζωγραφισμένων κινούμενων εικόνων, το φιλόδοξο πόνημα του Ταρσέμ ίσως να μη φτάνει τις προσδοκίες του δημιουργού του, αλλά δίνει αναμφίβολα ενδιαφέρουσα τροφή για τα μάτια και το μυαλό.

***

ΤΟ ΧΥΜΑΔΙΟ


THE WACKNESS

Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Λεβίν
Παίζουν: Μπεν Κίνγκσλεϊ, Τζος Πεκ, Φάμκε Γιάνσεν
ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 99’

Υπόθεση: Στη Νέα Υόρκη των αρχών της δεκαετίας του ’90, ο Λουκ Σαπίρο έχει μόλις τελειώσει το λύκειο και βρίσκεται αντιμέτωπος με το πρώτο καλοκαίρι της ελευθερίας του, πριν επιλέξει το κολέγιο που θα φοιτήσει στη συνέχεια. Είναι ιδιόρρυθμος, ευαίσθητος, μοναχικός. Δεν είχε ποτέ κοπέλα και ο μόνος τρόπος κοινωνικοποίησής του είναι πουλώντας μαριχουάνα στους συμμαθητές του και στους δρόμους. Σε μια πόλη που αλλάζει προσπαθώντας να γίνει πιο ασφαλής, σε ένα καλοκαίρι που καλείται να πάρει τις «μεγάλες αποφάσεις» της ζωής του κι ανάμεσα σε ανθρώπους που ταλαντεύονται ανάμεσα στις λάθος επιλογές τους και μια απροσδιόριστη αισιοδοξία της εποχής, ο Λουκ επιλέγει το «χύμα»: περιφέρεται στους δρόμους ακούγοντας χιπ χοπ και πουλώντας «χόρτο», πιάνει φιλίες με έναν sui generis μεσήλικα ψυχαναλυτή και ερωτεύεται την κόρη του, για πρώτη φορά χωρίς αναστολές και άμυνες.

Λόγος πολύς γίνεται, ιδιαίτερα τελευταία, για τη νέα γενιά (την εκάστοτε νέα γενιά) και τα σταυροδρόμια στα οποία βρίσκεται, όταν φτάνει και επισήμως η στιγμή να κάνει το βήμα από την εφηβεία στην ωριμότητα. Ένα μετέωρο βήμα, ένα μεταίχμιο, όπου όλοι κάτι απαιτούν και περιμένουν από εσένα, κι εσύ μοιάζει να έχεις ξεχάσει πώς είναι να περπατάς. Άτσαλα, αμήχανα, αβέβαια βήματα για να μπεις στην πραγματική ζωή, διεκδικώντας ένα μερίδιο από αυτά που σου έχουν υποσχεθεί ως παιδί, κρυμμένο και προστατευμένο στο σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον. Και βγαίνοντας για να ζήσεις, πρώτη φορά χωρίς προστατευτικό δίχτυ από κάτω, στραπατσάρεσαι και πέφτεις κάτω -μα στη συνέχεια μαθαίνεις, σηκώνεσαι και συνεχίζεις. Αυτή ακριβώς η μετάβαση είναι η καρδιά του γλυκόπικρου και νοσταλγικού φιλμ του Λεβίν, μια μετάβαση η οποία είναι πάντα καθοριστική, είτε γίνεται θορυβωδώς και επαναστατικά, είτε πραγματοποιείται εσωτερικά και υπόκωφα, όπως στην περίπτωση του Λουκ. Διεκδικώντας αυτό το καλοκαίρι για τον εαυτό του, αφήνει την εφηβική του εσωστρέφεια και αφήνεται να ανοιχτεί, σε φίλους, στον έρωτα και στη ζωή. Η επανάστασή του δεν αγγίζει τον περίγυρό του, αλλά μέσα του τον καίει ολόκληρο. Κι όταν ο καλοκαιρινός καύσωνας περάσει και έρθει η ώρα να μπει πάλι στη συμβατική καθημερινότητα, θα πρέπει να ζυγίσει τί έχασε και τί κέρδισε από αυτό το καλοκαίρι. Κι η αλλαγή που επήλθε πάνω του, ίσως ανεπαίσθητη για τους έξω, θα είναι γι’ αυτόν πολύτιμη αποσκευή για την υπόλοιπη ζωή του «εκεί έξω».

****

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ


KING OF CALIFORNIA

Σκηνοθεσία: Μάικ Κάχιλ
Παίζουν: Μάικλ Ντάγκλας, Έβαν Ρέιτσελ Γουντ
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 93’

Υπόθεση: Ο Τσάρλι παίρνει εξιτήριο από τη ψυχιατρική κλινική στην οποία ήταν έγκλειστος για δύο χρόνια και επιστρέφει με την έφηβη κόρη του Μιράντα στο σπίτι του, σ’ ένα απομονωμένο προάστιο χαμένο κάπου στην Καλιφόρνια. Η Μιράντα, εγκαταλελειμένη από μητέρα και με έναν πατέρα πνευματικά ασταθή, μένει ουσιαστικά μόνη και έχει αναγκαστεί να ωριμάσει πολύ γρήγορα και πολύ νωρίτερα από την ηλικία της. Αρχικά σκεπτική και αρνητική απέναντι στον αλαφροϊσκιωτο Τσάρλι, αλλά μη μπορώντας συγχρόνως να καταπνίξει την ανάγκη της για μια πατρική φιγούρα και την αδυναμία της στην γεμάτη εκπλήξεις και αντιφάσεις προσωπικότητα του ανθρώπου που τη δημιούργησε, τελικά τον ακολουθεί σε ένα παράδοξο ταξίδι θησαυρού στα ίχνη μιας Καλιφόρνια χαμένης στο πέρασαμα του χρόνου και της αστικοποίησης.

Παράφρων ο βασιλιάς, άνθρακες ο θησαυρός. Μήπως όμως αυτοί οι άνθρακες είναι ο πραγματικός θησαυρός; Ένας καμβάς καθαρά δραματικός, με μια διαλυμένη, δυσλειτουργική «οικογένεια» στο επίκεντρο, μα με κωμικές, ελπιδοφόρες νότες που δίνουν μια τελείως διαφορετική τροπή στην ιστορία.
Ο «βασιλιάς», ο υποτιθέμενος pater familias Τσάρλι καταρρίπτει το πρότυπο που θέλει τον πατέρα στήριγμα της οικογένειας και είναι ο υποβασταζόμενος, ο ανώριμος, ο προβληματικός. Η οικογένεια, ο «θησαυρός», είναι εδώ αναποδογυρισμένη, σχεδόν ανύπαρκτη, με μια εγκαταλελειμένη, μοναχική έφηβη να παίζει το ρόλο και των δύο γονέων για την ίδια αλλά και τον πατέρα της. Μπορεί άραγε από όλα αυτά να προκύψει κάποια αχτίδα φωτός, σαν μια άλλη little (miss) sunshine γι’ αυτή την οικογένεια χωρίς όνομα, που όμως κάλλιστα θα μπορούσε να λέγεται Tenenbaum;
Ακολουθώντας τη γνώριμη πλέον φόρμα της ανεξάρτητης feel good δραματικής κωμωδίας που μας έρχεται κατά κύματα τα τελευταία χρόνια από την Αμερική («Little Miss Sunshine», «Juno», «The Wackness», καθώς και τα πιο σύνθετα και πολυεπίπεδα φιλμ του Γουες Άντερσον, αλλά και το «Wonderboys» λίγα χρόνια πριν, που έρχεται στο μυαλό και μόνο από την παρουσία του Μάικλ Ντάγκλας σε έναν αντίστοιχο ρόλο), το φιλμ του Μάικ Κάχιλ μπορεί να μη φτάνει στις καλύτερες στιγμές των παραπάνω έργων, όμως κατορθώνει να συγκινήσει και να κρατήσει το θεατή. Και μαζί με το χαμόγελο του αφήνει στο τέλος και μια γλυκόπικρη γεύση που μένει στο στόμα, κυρίως χάρη σε ένα φινάλε που καταφέρνει να δώσει νόημα σε ολόκληρη την ταινία αλλά και υπόσταση σε μια πιο παραμυθένια Καλιφόρνια.

***

5.2.09

ΟΛΟΙ ΠΟΘΟΥΝ ΤΗΝ ΜΑΝΤΙ ΛΕΪΝ


ALL THE BOYS LOVE MANDY LANE

Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Λέβιν
Παίζουν: Άμπερ Χερντ, Άνσον Μάουντ, Μάικλ Γουέλτς

ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 88΄


Ως γνωστόν, βασικό θέμα των θρίλερ, και ιδιαίτερα των teen slasher, είναι η σεξουαλικότητα. Γιατί τόσο τα θρίλερ όσο και η σεξουαλικότητα, και ιδιαίτερα η αφύπνισή της, τρομάζουν… Γι’ αυτό και πάμπολλες ταινίες παράγονται με θέμα μια ομάδα εφήβων που απομονώνονται σε ένα δάσος ή σε ένα απόμακρο σπίτι για να κάνουν πάρτι και καταλήγουν στα νύχια κάποιου παρανοϊκού δολοφόνου. Η ανάγκη διαχείρισης της σεξουαλικότητας γεννά τρόμο. Η πιθανότητα απόρριψης. Η πιθανότητα να μην έχεις καλή επίδοση. Η πιθανότητα να μείνεις μόνη ή μόνος. Όλα αυτά τα συναισθήματα διοχετεύονται μέσα από έναν γκροτέσκο μηχανισμό στην ανάγκη να δεις το ανθρώπινο σώμα κακοποιημένο, παραμορφωμένο, πασαλειμμένο με αίμα, διαμελισμένο. Κατά προτίμηση το σώμα της γκόμενας που σε απέρριψε για κάποιον άλλον, ή του γκόμενου που έχει μάτια μόνο για την κολλητή σου. Στη συγκεκριμένη ταινία τα ψυχολογικά στοιχεία είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Αν σε κάτι αριστεύει ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Λέβιν είναι η απόδοση όλου του κλίματος αναζήτησης ταυτότητας και ταυτόχρονης διεγερμένης λίμπιντο που κυριαρχεί στην εφηβεία. Δεν είναι τυχαίο ότι επόμενη ταινία του ήταν το «Χυμαδιό». Χρησιμοποιώντας κορεσμένα χρώματα και κοντινές λήψεις που στριμώχνουν δυο πρόσωπα στο ίδιο πλάνο, καταφέρνει να αποσπάσει τον μέγιστο μαγνητισμό, μια παράξενη ζωική έλξη από τα περισσότερα ζεύγη ηρώων της ιστορίας του. Ο ερωτισμός, άλλοτε σε μορφή οικεία κι αναμενόμενη και άλλοτε παρεκκλίνουσα κι ανεπιθύμητη, ξεχειλίζει. Ο τρόμος από την άλλη, δεν είναι εξίσου πειστικός. Ίσως σε κάποιους αμάθητους να επιδράσει, αλλά οι φανατικοί φίλοι του είδους δεν έχουν να περιμένουν και πολλά, εκτός ίσως από μια ωραία μαχαιριά στα μάτια. Από την άλλη, αυτό λειτουργεί και υπέρ της ταινίας. Γιατί έτσι ο τρόμος δεν μοιάζει να είναι υπερφυσικός, ή υπερβολικός, παρά σαν κάτι που βγαίνει μέσα από την ίδια την παρέα, μια βία που αποτελεί μέρος της ίδιας της τής φύσης. Η ταινία κρατά κι έναν άσο στο μανίκι της για το φινάλε. Μια ανατροπή. Κάποιοι την είδαν σαν μια ρηχή απόπειρα να ικανοποιηθούν οι συμβάσεις του είδους. Εμένα πάλι μου φάνηκε εξαιρετικά πετυχημένη, δεδομένης της έμφασης στην ερωτική ψυχολογία που κυριαρχούσε γενικά στην ταινία. Αξίζει να την δείτε και να κρίνετε από μόνοι σας.

***