18.9.08

ΖΩΝΗ ΜΝΗΜΗΣ (ALLEGRO)


Σκηνοθεσία: Κρίστοφερ Μπόε
Παίζουν: Ούλριχ Τόμσεν, Έλενα Κρίστενσεν, Γιον Λάνγκε, Χένινγκ Μόριτσεν
Δανία, 2005.
Διάρκεια: 87’

Η αίθουσα είναι μισοφωτισμένη, κι εμείς βυθισμένοι σ’ένα ονειρικό σκοτάδι ακούμε από τον εξώστη τις μελωδίες να ξεπηδούν μέσα από την κοιλιά του πιάνου. Ο μυστηριώδης πιανίστας όμως δε θέλει να δούμε το πρόσωπό του. Γιατί δε θέλει, λέει, ο Άνθρωπος να κρύβει τη Μουσική. Γιατί ο ίδιος δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας απλός μεταφραστής της παρτιτούρας για τα άμαθα αυτιά μας. Το ταλέντο του είναι πως ξέρει να τη διαβάζει και να την ερμηνεύει: Forte – δυνατά, da capo – από την αρχή, lacrimoso – λυπητερά. Και allegro; Τί σημαίνει στη γλώσσα αυτού του μυστηριώδη πιανίστα το «χαρούμενο» allegro;
Η αίθουσα είναι μισοφωτισμένη και ο Ζέτερστρομ κάθεται σφιγμένος μποστά στο πιάνο του, θέαμα για ένα κοινό που δεν είναι εκεί, κάνοντας το μόνο πράγμα που θυμάται να κάνει: αφήνει τα δάχτυλά του να τρέξουν μηχανικά πάνω στα πλήκτρα, ερμηνεύοντας με τέλεια τεχνική τα έργα που του δίνονται. Είναι φαινομενικά άριστος. Μα κάτι λείπει για να ακουστεί η μουσική όπως πρέπει. Δεν είναι μυστικό -αυτό που του λείπει είναι το πάθος. Μα ο ίδιος δε μπορεί (δε θέλει;) να θυμηθεί που βρίσκεται αυτό κρυμμένο.
Κι αν συνήθως η μουσική χρησιμεύει για να ελευθερώνει το πνεύμα και να ξεκλειδώνει συναισθήματα, εδώ ο ερμητικά κλειστός Ζέτερστρομ τη χρησιμοποιεί για τον ακριβώς αντίστροφο λόγο: είναι η ασπίδα του για ένα παρελθόν που τον πλήγωσε, είναι ο τοίχος που δεν αφήνει καμία ανάμνηση να περάσει έξω από τη «ζώνη» της μνήμης που δε θέλει πια να θυμάται. Είναι το σύνορο ανάμεσα στον ίδιο και στη ζωή, είναι το όριο πριν από Εκείνη. Το ταλέντο του είναι η πανοπλία του για κάθε ανθρώπινη επαφή –στην οποία ήταν πάντα τόσο καχύποπτος. Έχει απωθήσει τόσο πολύ τις μνήμες που τον πλήγωσαν, που έχει επιβάλλει στον εαυτό του μια ιδιόρρυθμη αμνησία: κάθε τί που συνέβη πριν από εκείνη, απλά δεν υπάρχει. Μόνο στιγμές που τριγυρίζουν μεταμφιεσμένες αναμεσα στις μελωδίες, και του ζητούν να γυρίσει για λίγο πίσω, να θυμηθεί, να νιώσει, έστω, κάτι.
«Αν δεν υπήρχες, θα έπρεπε να σε δημιουργήσω», της είχε πει όταν ήταν ακόμα ανθρώπινος. Και τώρα που την έχασε, πρέπει να την αναδημιουργήσει. Παίζοντας ένα παιχνίδι πέρα από τα όρια της πραγματικότητας, θα προσπαθήσει να βρει τη γραμμή που ενώνει τις σκόρπιες αναμνήσεις του και να βρει τη χαμένη του ανθρωπιά, που με τη σειρά της θα του δώσει αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη: την αληθινή μουσική. Αυτή που δεν ερμηνεύεται απλά διαβάζοντας τις νότες, μα που δημιουργείται όταν πηγάζει μέσα από την καρδιά.

Αξιολόγηση: ***

16.9.08

THE SAVAGES


Σκηνοθεσία: Ταμάρα Τζένκινς
Παίζουν: Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Λόρα Λίνεϊ, Φίλιπ Μπόσκο
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 113΄

Υπάρχουν δύο είδη κινηματογράφου: Αυτός που μας βοηθάει να ξεφύγουμε, προσωρινά έστω, απ’ όσα τυχόν δυσάρεστα αντιμετωπίζουμε, κι αυτός που μας αναγκάζει να τα κοιτάξουμε κατάματα και να τα αντιμετωπίσουμε. Με άλλα λόγια, ο κινηματογράφος της φυγής και ο κινηματογράφος του προβληματισμού. Ο πρώτος είναι ίσως πιο ευχάριστος, ο δεύτερος όμως μάλλον πιο ωφέλιμος. Επιλέξαμε να ξεκινήσουμε τη φετινή σεζόν με μια πρόταση που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Πρόκειται για μια ταινία που, αν και δεν προβλήθηκε στην πόλη μας, πραγματοποίησε μια πολύ καλή πορεία στο εξωτερικό και προτάθηκε επαξίως για δύο Όσκαρ, το πρώτου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Λόρα Λίνεϊ και το πρωτότυπου σεναρίου, το οποίο έγραψε η ίδια η σκηνοθέτιδα, αν και θα άξιζε οπωσδήποτε και μια τρίτη πρόταση, στην κατηγορία του πρώτου ανδρικού ρόλου, όπου νομίζουμε ότι ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν πραγματοποιεί την καλύτερη ίσως ερμηνεία της καριέρας του. 

Η ταινία περιστρέφεται γύρω από ένα θέμα παραμελημένο, που είναι η περίθαλψη των ηλικιωμένων που αδυνατούν πλέον να φροντίσουν τον εαυτό τους. Επιπρόσθετα, το εντάσσει μέσα σε ένα πλαίσιο δυσλειτουργικής οικογένειας, η οποία έχει προκαλέσει χρόνια προβλήματα, άγχη, ανασφάλειες και νευρώσεις στα μέλη της. Ο Τζον και η Γουέντι είναι δυο αδέλφια γύρω στα σαράντα, ανύπαντροι και οι δύο, που διατηρούν τυπικές και όχι ουσιαστικές σχέσεις μεταξύ τους, και αναγκάζονται να έρθουν αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο, αλλά και με το κοινό τους παρελθόν, όταν ειδοποιούνται ότι ο πατέρας τους έχει εμφανίσει γεροντική άνοια και θα πρέπει να αναλάβουν την γηροκόμησή του. Παρόλο το «δυσάρεστο» θέμα της, η ταινία καταβάλει συνειδητές και επιτυχημένες προσπάθειες να αποφύγει το μελοδραματισμό, ενώ παράλληλα ένα ειρωνικό, σαρδόνιο, αγγλικού τύπου χιούμορ  κάνει αρκετά συχνά αισθητή την παρουσία του, αποσπώντας κάποια απολύτως απαραίτητα μειδιάματα. Σε κάθε περίπτωση η ατμόσφαιρα παραμένει μουντή από την αρχή μέχρι το τέλος, οι ρυθμοί αργοί, η υπόθεση κατά διαστήματα υποτυπώδης. Απομένει γυμνή η ίδια η αμείλικτη πραγματικότητα, η αναπόφευκτη μοίρα του ανθρώπου, που είναι η πορεία προς το μαρασμό και το θάνατο και η υποχρέωση όλων μας να την αντιμετωπίσουμε όσο ωριμότερα μπορούμε. Παράλληλα, η ταινία, χάρη στο οξυδερκές σενάριό της και τις υπέροχες ερμηνείες του δίδυμου Χόφμαν-Λίνεϊ, προσθέτει ορισμένα σπαρακτικά στιγμιότυπα στην πλούσια κινηματογραφική ανθολογία από σκηνές με μέλη δυσλειτουργικών οικογενειών που αδυνατούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους…

***