1.2.10

ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ


FIVE MINUTES OF HEAVEN

Σκηνοθεσία: Όλιβερ Χιρσμπίγκελ

Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Τζέιμς Νέσμπιτ

Βρετανία/Ιρλανδία, 2009. Διάρκεια: 90΄


Μια ιστορία για την εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου για εκδίκηση, αλλά παράλληλα και για την ανάγκη για συχώρεση και λύτρωση, με φόντο την πολύπαθη Βόρεια Ιρλανδία. Η ταινία ξεκινά με φλάσμπακ στο 1975, όταν ένας δεκαεπτάχρονος προτεστάντης Άγγλος και η παρέα του αποφασίζουν να σκοτώσουν έναν καθολικό Ιρλανδό. Η δουλειά διεκπεραιώνεται – ένα από τα 3720 φονικά που έγιναν στη Βόρεια Ιρλανδία εξαιτίας του πολιτικού προβλήματος, όπως σημειώνεται στην αρχή της ταινίας – μπροστά στα μάτια όμως του μικρού αδελφού του θύματος. Τριάντα χρόνια αργότερα, ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα οργανώνει μια συνάντηση μεταξύ του προτεστάντη δολοφόνου και του καθολικού αδελφού του θύματος. Αυτή ακριβώς η συνάντηση αποτελεί και το θέμα της ταινίας, θέμα το οποίο καταφέρνει να πραγματευτεί πλήρως και να απομυζήσει όλον τον ψυχολογικό του αντίκτυπο. Από τη μια η ανάγκη για εκδίκηση, η αδυναμία του θύματος να βρει την ψυχική γαλήνη όσο νιώθει πως έχει ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς μ’ ένα φονιά, έστω κι αν ο φονιάς έμεινε δώδεκα χρόνια στη φυλακή, κι από την άλλη η ανάγκη για συχώρεση, οι εσωτερικοί δαίμονες που κυνηγούν τον θύτη, και που δεν καταλαγιάζουν αν δεν μπορέσει να κοιτάξει κατάματα τον άνθρωπο στον οποίο προξένησε τόσο κακό. Η κατά πρόσωπο συνάντηση διαρκώς μετατίθεται. Βιώνουμε όλη την εσωτερική αγωνία και τη συναισθηματική σύγχυση των δύο ανδρών. Η ισορροπία τους βρίσκεται στα όρια. Θα χρειαστεί τελικά ένα τετ-α-τετ πέρα από τις συμβατικότητες και την ψευτιά της τηλεόρασης για να λυθούν οι λογαριασμοί με το παρελθόν. Μπορεί να δώσει τη λύση μια πράξη εκδίκησης; Μπορεί να υπάρξει λύτρωση από το παρελθόν; Αυτά είναι τα ερωτήματα που εξετάζει η ταινία, και νομίζουμε ότι τα καταφέρνει καλά. Εκεί που χωλαίνει είναι σε κάποια περιφερειακά ζητήματα, που έχουν όμως κι αυτά τη σημασία τους. Για παράδειγμα ο άγγλος θύτης, ο οποίος ενσαρκώνεται από έναν μεγαλεπίβολο Λίαμ Νίσον, απεικονίζεται σαν ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, με ανωτερότητα, με όλο εκείνο το τουπέ που προσδίδει στους Άγγλους ενίοτε ένα ύφος ολίγον condescending, σχεδόν καταφρονητικό. Ο Ιρλανδός αντίθετα, απεικονίζεται ανίκανος να ισορροπήσει, βυθισμένος στους εφιάλτες του παρελθόντος, γεμάτος μίσος (ω, πόσο μπανάλ). Η δε δικαιολόγηση που δίνεται από την ταινία, ότι δηλαδή τον κατηγόρησε η μητέρα του για δολοφόνο επειδή δεν έκανε κάτι για να σώσει τον μεγάλο αδελφό του, μοιάζει πραγματικά αστεία, αν αναλογιστούμε ότι ήταν ένα μικρό παιδί μπροστά σε οπλισμένους μασκοφόρους. Βγάζει μια ανισορροπία το συγκεκριμένο δίδυμο, κάπως σαν ο θύτης να είναι θύμα και αντιστρόφως, ίσως όμως και αυτό ακριβώς να είναι το point, το επιχείρημα της ταινίας. Επίσης αρνητικό (τουλάχιστον για μένα) είναι ότι άλλη μια ταινία εκμεταλλεύεται δραματουργικά ένα πολιτικό ζήτημα χωρίς να μπορεί να αρθρώσει κάποιον πολιτικό λόγο. Όλο το ιρλανδικό ζήτημα χρησιμοποιείται σαν «ταπετσαρία» προκειμένου να αναδειχθεί μια προαιώνια σύγκρουση θύτη-θύματος. Το ρεζουμέ είναι ότι απλά εκεί κάποιοι σκοτώνονται. Το γιατί ποσώς ενδιαφέρει. Ίσως ζητάω πολλά, αλλά θα ήθελα κάτι παραπάνω στο επίπεδο της πολιτικής άποψης, και κυρίως της πολιτικής εμβάθυνσης. Κατά τ’ άλλα πρόκειται για καλή και αρκετά πρωτότυπη ταινία, με ένταση, ρυθμό και ικανότητα να προβληματίζει.

***

Δεν υπάρχουν σχόλια: