13.12.08

REDBELT



Σκηνοθεσία: Ντέηβιντ Μάμμετ

Παίζουν: Τσαϊγουήτελ Ετζιφορ, Άλις Μπάγκα, Χοσέ Κάντιο, Μαξ Μαρτίνι

Διάρκεια: 99’




Σήμερα οφείλουμε να πούμε για δύο πράγματα. Για μια πάρα πολύ καλή ταινία και για όσα – για πρώτη φορά – συμβαίνουν γύρω μας.

Πρώτον.
Η ταινία είναι καταπληκτική. Πρόκειται για ένα νεο-νουάρ το οποίο πρωτοτυπεί στη θεματική του. Αναφέρεται στους αμερικάνικους αγώνες πολεμικών τεχνών που λαμβάνουν χώρα σε ρινγκ στη μέση τεράστιων σταδίων και ανθρωποφάγων κοινών (χαρακτηριστικά σκεφτείτε το «κατς» - μια υπέροχη αλληγορία της εποχής μας). Πως όμως καταλήγει εκεί ο ευγενής νεαρός μας ήρωας;

Ο Μάικ Τέρυ έχει μια σχολή πολεμικών τεχνών. Δεν ενδιαφέρεται για τα χρήματα και ποτέ δε συμμετέχει στους αγώνες επίδειξης (που είναι πάντα στημένοι). Ακολουθεί κώδικες τιμής. Και τον στοιχειώνει μια – μάλλον τραγική καθώς ποτέ δεν αναφέρεται επακριβώς – μνήμη από τον πόλεμο στο Ιράκ. Είναι ο ακέραιος ήρωας των νουάρ που ψάχνει σταθερό σημείο σε έναν κόσμο που συνθλίβει και συνθλίβεται. Δεν το βρίσκει. Ένας ηθοποιός του λαμπερού Χόλυγουντ, ένας παραγωγός, οι τοκογλύφοι, μια πανέμορφη μα αναξιόπιστη γυναίκα (ωιμέ), η ενοχοποίηση ενός καλού αστυνομικού (τι σπάνιο!), το διεφθαρμένο Λος Άντζελες (όπως στα βιβλία του Τσάντλερ και του Ελροϊ) θα τον σύρουν έπειτα από μια μοιραία αλυσίδα γεγονότων στο ρινγκ. Σταματώ εδώ, συστήνοντάς σας ανεπιφύλακτα την ταινία που είναι γραμμένη και σκηνοθετημένη από τον αγαπητό Ντέιβιντ Μάμμετ του «Ο πρόεδρος, ένα ροζ σκάνδαλο και ένας πόλεμος».

Και συνεχίζω.
Δεύτερον.
Δεν είμαι ούτε ένας ηθικολόγος – ωσάν του κατηχητικού – δημοσιογράφος, ούτε πολιτικός που παραμένω στον κόσμο μου. Κατά τη γνώμη μου – και έπειτα από κάμποσες σπουδές στις πολιτικές επιστήμες – αυτό που συμβαίνει από το βράδυ του Σαββάτου, δεν ανάγεται σε κάτι προηγούμενο στη Δύση. Δεν είναι ούτε φυλετικές ταραχές (π.χ Λος Άντζελες), ούτε εξέγερση μεταναστών (Γαλλία). Δε συμβαίνει σε γκέτο αλλά για πρώτη φορά στην καρδιά όλων των κύριων αστικών κέντρων μιας δυτικής χώρας.

Ας μην εθελοτυφλούμε. Δεν υπάρχουν «κουκουλοφόροι» (sic) σε κάθε σημείο της Ελλάδας. Προφανώς υπάρχει κάτι άλλο. Παραδείγματος χάριν, οι γιαγιάδες που πετούσαν γλάστρες από τα μπαλκόνια στις γειτονιές της Αθήνας. Οι παππούδες που ευχαριστούσαν τα πανκιά που τους δίναν τρόφιμα από το ανοιχτό (τα μεσάνυχτα!) σουπερμάρκετ δίπλα στο σπίτι μου. Οι δεκάδες χιλιάδες κόσμου – όλων των ηλικιών - που διαδηλώνουν 5 συναπτές ημέρες και καθόλου δε δείχνουν τρομοκρατημένοι.

Κράτος σημαίνει 2 τινά. Νόμιμο μονοπώλιο βίας (αστυνομία, στρατός) και συμβολική αποδοχή μιας τάξης πραγμάτων. Εν προκειμένω, η χειρότερη δεξιά της Ευρώπης νίπτει τα χέρια της και δεν αγγίζει μια εξουσία που «καίει». Και από την άλλη, σύμβολα της τάξης όπως οι τράπεζες (οι οποίες για χρόνια μας πρήζαν στο τηλέφωνο για προεγκριμμένα δάνεια και πρόσφατα δεν τους αρκούσαν 28δις βοήθειας) γίνονται πλέον αποδέκτες χειροκροτημάτων όταν καίγονται.

Μια πολιτική διακυβέρνηση δε νομιμοποιείται βάση αξιών. Δεν αποτελεί θεολογία. Νομιμοποιείται βάση διαδικασιών. Εδώ και χρόνια η διαδικασία ήταν το Σκάνδαλο. Και πλέον επήλθε το ξέσπασμα. Ξαφνικά και απλά. Τώρα είναι χρέος όλων μας ώστε να αναδυθούν οι σωστές, δίκαιες, ανθρώπινες διαδικασίες ώστε να αλλάξουν τα πράγματα. Ως το Σάββατο - και εδώ και δεκαετίες - οι πιθανότητες ήταν 0%. Πλέον είναι 1%. Και αυτό είναι εξόχως σημαντικό και τόσο σπάνιο.


Αξιολόγηση: * * * * (αν και το σινεμά πλέον ζηλεύει την πραγματικότητα)


Δημήτρης Δρένος

26.11.08

[REC]



Σκηνοθεσία: Χάουμε Μπελαγκερό, Πάκο Πλάθα
Παίζουν: Μανουέλα Βελάσκο, Φέραν Τεράθα, Χόρχε Σεράνο, Βιθέντε Χιλ
Διάρκεια: 85΄

Μια ρεπόρτερ για την εκπομπή «Ενώ κοιμάστε» ετοιμάζει ένα χαλαρό ρεπορτάζ για τη δουλειά των πυροσβεστών σε νυχτερινή βάρδια. Μαζί με τον κάμεραμάν της θα τους πάρει συνεντεύξεις, θα τραβήξει πλάνα από τα δωμάτια και την τραπεζαρία και θα περιμένει με ανυπομονησία κάποια κλήση για να τους ακολουθήσει στο έργο τους. Η κλήση έρχεται. Συγκρατημένος ενθουσιασμός. Φτάνουν σε μια οικοδομή. Ήδη βρίσκονται εκεί δυο αστυνομικοί. Το πρόβλημα φαίνεται να είναι πως μια ηλικιωμένη κυρία βρίσκεται στο διαμέρισμά της και ουρλιάζει. Οι πυροσβέστες σπάνε την πόρτα. Ελαφριά ανησυχία. Για λίγο. Διότι αμέσως εκεί ξεκινάει ουσιαστικά η ταινία και βυθίζεται σταδιακά, αλλά με χειρουργική ακρίβεια στο απόλυτο χάος και πανικό. Δεν είναι τόσο το αίμα που ταΐζει το τέρας μέσα μας. Καλό είναι κι αυτό να ικανοποιεί τα αιμοδιψή ένστικτά μας. Είναι η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, και η αντιστροφή του οικείου σε ανοικείου. Η οικοδομή και το σπίτι από μήτρα μετατρέπονται σε κόλαση και ο εξωτερικός κόσμος σε λύτρωση. Μόνο που ο εξωτερικός κόσμος έχει ασφαλίσει την οικοδομή και οι αρχές (μόνο υπό την αλλόκοτη μορφή φώτων, ήχων και μιας φωνής στο μεγάφωνο) έχουν διατάξει αυστηρή καραντίνα. Η ρεπόρτερ πανικόβλητη ζητάει από τον κάμεραμαν να μην σταματήσει να τραβάει πλάνα και ο χειριστής της κάμερας, είναι ο μοναδικός απρόσωπος υποκειμενικός αφηγητής. Ένας αφηγητής που μας μιλάει όχι μόνο για τον απόλυτο τρόμο μπροστά σε μια άγνωστη απειλή (εντάξει, κι άλλοι τα ‘παν), αλλά εστιάζει στην ανθρώπινη απόγνωση, την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο ισοπεδωτικό σύστημα, στην ανάγκη του να εκλογικεύσει το θρυμματισμό του σύμπαντός του και να έρθει σε επαφή με το πρωτόγονο ένστικτο της επιβίωσης.
Κι αν θέλετε πάση θυσία να ονομάσουμε το είδος της ταινίας, θα το πω αυθαίρετα ψευδοντοκουτρόμου. Ένα είδος που ξεκίνησε με το “Blair witch project”, ως μια ύστατη απόπειρα ανανέωσης της μορφής των ταινιών τρόμου και συνεχίστηκε με άλλες προσπάθειες όπως το “Cloverfield”. Όμως οι Ισπανοί, δείχνουν ότι το κατέχουν πολύ καλύτερα από τους αμερικανούς (δεν είναι τυχαίο ότι η σεναριακή πενία στο χόλιγουντ οδηγεί τους παραγωγούς σε κατά συρροή ισπανικά και ασιατικά ριμέικ) και οριακά εξαντλούν το νεογέννητο είδος εναρμονίζοντας με μαεστρία τη μορφή με την αφήγηση της ιστορίας.
Και μεταξύ μας τώρα, από το να βλέπουμε ένα σωρό μεταμεσονύκτιες αηδίες από τηλεμάρκετινγκ και τηλεπαιχνίδια για λοβοτομημένους μέχρι δημοσιογράφους να αναλύουν με σοβαροφάνεια τις εμφανίσεις εξωγήινων στην Ελλάδα, την προέλευση των Ελλήνων από τους Τιτάνες και δεν-ξέρω-ποιους και τα ροζ τηλεφωνήματα του κάθε πικραμένου, γιατί να μην αφιερώσουμε λίγο χρόνο στο δράμα μιας Ισπανίδας ρεπόρτερ; Κάτι καλύτερο θα ‘χει να μας πει η κακόμοιρη...

Αξιολόγηση: ***

9.11.08

Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ



YEAR OF THE DOG

Σκηνοθεσία: Μάικ Γουάιτ
Παίζουν
: Μόλι Σάνον, Πίτερ Σάρσγκααρντ, Ρετζίνα Κινγκ, Λόρα Ντερν, Τζον Ράιλι
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 93΄


Υπόθεση:Γεροντοκόρη γραμματέας που ζει την γαλήνια μεσοαστική ζωή των αμερικανικών προαστίων αγκαλιά με το σκυλάκι της, συντρίβεται συναισθηματικά όταν αυτό πεθαίνει από τοξική δηλητηρίαση, με συνέπεια να αρχίσει να ψάχνει λίγο περισσότερο το θέμα «ζωοφιλία».

Σατιρική κομεντί πάνω στην παράδοση του American Beauty, του Little Miss Sunshine και του κινηματογράφου του Ουές Άντερσον, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του σεναριογράφου του School of Rock και του Nacho Libre είναι μια γλυκόπικρη ματιά στη μοναξιά, την κενότητα, την υποκρισία, αλλά και το βαθύ ανθρώπινο δράμα πίσω από την φαινομενικά γυαλιστερή ζωή του μέσου Αμερικάνου. Η ταινία εστιάζει πάνω στο θέμα της προστασίας των ζώων και των δικαιωμάτων τους, ένα θέμα πολύ σημαντικό και εξίσου παραμελημένο. Η τελείως προβλέψιμη χολιγουντιανή δραματουργική καμπύλη δεν αποφεύγεται, το κέντρισμα όμως μένει, και αυτό είναι ένα μεγάλο κέρδος.

Σύμφωνα με τον «μπουρλοτιέρη» του Videodrome, τον Τριαντάφυλλο Μποσταντζή, θα πρέπει να σταματήσουμε να γράφουμε για ταινίες και να αρχίσουμε να γράφουμε για ιδέες. «Γράφουμε αυτό που είμαστε», ισχυρίζεται στο προηγούμενο τεύχος. Σωστά. Γι’ αυτό κι εγώ, που δεν είμαι κατά βάθος παρά ένας συγκαταβατικός αστός, ασκημένος να ανέχομαι τα πάντα και να σέβομαι τους πάντες, δεν μπορώ να βγω και να γράψω «αρχίστε να νοιάζεστε για τα ζώα», «χιλιάδες ζώα υποφέρουν αυτή τη στιγμή φρικτά βασανιστήρια σε πειραματικά εργαστήρια βιομηχανιών (όχι απαραίτητα για το καλό της ιατρικής, όχι, αυτό συχνά είναι το άλλοθι. Πάρα πολλά ζώα πεθαίνουν με ανυπόφορους πόνους μόνο και μόνο για χάρη μιας καλύτερης απόχρωσης κραγιόν, φερ’ ειπείν)» και άλλα παρόμοια. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να σας ανησυχήσω με απόψεις όπως ότι «η σύγχρονη εντατική κτηνοτροφική βιομηχανία έχει μετατρέψει τα ζώα σε άψυχες κρεατομηχανές με άγνωστες συνέπειες ακόμα και για την υγεία μας (θυμηθείτε τη νόσο Kreuzfeld-Jacobs)», όχι, μακριά από μας αυτά. Εμείς εδώ γράφουμε μόνο για ταινίες και σεβόμαστε απόλυτα όλους εσάς, που γνωρίζετε πολύ καλά για λογαριασμό σας πού ακριβώς πρέπει να στρέψετε τα ενδιαφέροντά σας και πού όχι. Δεν θα σας το πούμε εμείς. Έχετε διαβάσει το αριστουργηματικό «Τι ωραίο πλιάτσικο» του Τζόναθαν Κόου και ξέρετε. Όσο για εδώ, δεν έχουμε παρά μια ακόμα χαζοαμερικάνικη ταινιούλα η οποία, σύμφωνα με τον cheaplog του Movies for the Masses, δεν κάνει τίποτ’ άλλο «από το να αναλύει εξαιρετικά επίπονα και επανειλημμένα ότι όλες αυτές που βλέπεις να μαζεύουν 15 σκύλους και να ζουν όλη μέρα μαζί τους είναι τόσο πυροβολημένες όσο φαντάζεσαι, και ακόμα περισσότερο». Έτσι μπράβο. Κάτι πυροβολημένοι είναι οι φιλόζωοι. Τώρα μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι.

****

8.11.08

KM 31





Σκηνοθεσία: Ριγκομπέρτα Καστανέντο
Παίζουν: Λιανά Φοξ, Αντρία Κολλάντο, Ραούλ Μέντες
Διάρκεια: 103’



Κάποτε είχα γράψει εδώ στον «Εξώστη» πως φοβάμαι τα θρίλερ. Πως τρέμω, πως κοντεύω να τα κάνω πάνω μου όταν είμαι αναγκασμένος να δω μια «ταινία τρόμου». Μάλιστα είχα περιγράψει το πως οχυρώνομαι ενάντια στο φόβο: κλειδαμπαρώνω τις πόρτες, κοιτάω κάτω από το κρεβάτι μου για φαντάσματα, παίρνω αγκαλιά τον αρκούδο μου...


Αγαπητοί μου αναγνώστες, πλάκα έκανα... (και δυστυχώς παρεξηγήθηκα – κάποια «κυρία» έφθασε στο σημείο να διαδίδει τη φήμη πως αν μου κάνουν «μπου» πέφτω χάμω..). Πλάκα έκανα, γιατί αν δεν κάνουμε πλάκα δε μας σώζει τίποτα, μας πλακώνει η ύπαρξη. Σε γενικές γραμμές εμείς οι άνθρωποι, τα «κυρίαρχα υποκείμενα», δεν αποτελούμε τίποτα άλλο παρά ένα κράμα σοβαροφάνειας και ιδεοληψιών. Καλό είναι λοιπόν ανά τακτά διαστήματα να μας αυτό-αποδομούμε λίγο, να μας αυτοσαρκάζουμε μπας και μπει λίγος φρέσκος αέρας στα στεγανά της ύπαρξής μας.


Υπό αυτές τις σκέψεις λοιπόν, ένα θρίλερ δεν μπορεί να μας τρομάξει ποτέ και πουθενά. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να προκαλέσει ένα μειδίαμα στα χείλη μας – πως γίνεται και «τρομάζουμε» με ακίνητα καρέ παιγμένα σε γρήγορες ταχύτητες, με τέρατα και μανιακούς κρυμμένους σε ένα dvd;

Για να το επιβεβαιώσω, διάλεξα μια ταινία που φίλος μου την πρότεινε ως πολύ τρομακτική. Και πάλι δεν τρόμαξα (τώρα όπως προσέξατε καλλιεργώ νέο μύθο – πως είμαι Γενναίος!). Ωστόσο απόλαυσα μια ωραία, ατμοσφαιρική ταινία.


Πρόκειται για το θρίλερ «31ο Χιλιόμετρο». Στο 31ο χιλιόμετρο ενός επαρχιακού δρόμου του Μεξικό συμβαίνουν ανοίκεια πράγματα. Η ατμόσφαιρα κάπως σα να αλλάζει. Μπορεί να ακούσεις παράξενα θροΐσματα, να δεις εικόνες που είτε ανήκουν στην πραγματικότητα είτε τις γεννά το μυαλό είναι αρκούντως φριχτές. Και το κυριότερο, αν σταθείς εκεί έχεις πολλές πιθανότητες να σκοτωθείς από τα διερχόμενα αυτοκίνητα.


Η Αγκάτα θα κοντοσταθεί στο 31ο χιλιόμετρο. Λίγες ώρες μετά θα βρίσκεται στην εντατική του νοσοκομείου, με ακρωτηριασμένο το μισό της σώμα, με το πρόσωπο παραμορφωμένο από τους μόλωπες, έχοντας καταντήσει σπαρακτικό, εύθραυστο «τέρας». Η δίδυμη αδερφή της Καταλίνα, ο σύντροφός της και ο σύντροφος της Αγκάτα θα θελήσουν να εξιχνιάσουν το πως και το γιατί.

Διαρκείς επιστροφές στο επώδυνο σημείο της ασφάλτου, ένα τρομακτικό δάσος τριγύρω, ένας αστυνομικός που με εμμονή προσπαθεί να εξακριβώσει τι συμβαίνει, αστικοί μύθοι για ένα ποτάμι που διασχίζει υπογείως την παρακείμενη πόλη, ένας θρύλος από την εποχή των κονκισταδόρων.

Και θύματα, πολλά θύματα, αλλεπάλληλα θύματα. Οι δίδυμοι άνθρωποι μοιάζουν να ζουν πλεγμένοι μεταξύ τους με αδιόρατα νήματα που οι υπόλοιποι δεν αντιλαμβανόμαστε. Ακόμα και οι εραστές της Αγκάτα και της Καταλίνα μπερδεύονται όταν παν να φιλήσουν την «αγάπη τους».


Το σεναριακό τέλος της ταινίας είναι αμήχανο. Όμως η διαδρομή της είναι ατμοσφαιρική, γοτθικά και ταυτόχρονα μοντέρνα σκηνοθετημένη. Σε αρκετά σημεία μου θύμισε μάλιστα την πολύ καλή, περσινή «Νύχτα των Ηλιοτροπίων».


Πιο πολύ τρομάζω κοιτώντας τη ζωή μου – όχι κοιτώντας ταινίες. Μα είναι ωραίο που και που να αφήνεις τις τέχνες να σε υποβάλλουν στην ίδια σου την αποδόμηση.


Αξιολόγηση: * * *


Δημήτρης Δρένος

7.11.08

INSIDE




Σκηνοθεσία: Αλεξάντρ Μπουστίγιο, Ζουλιάν Μορί
Παίζουν: Άλισον Παραντί, Μπεατρίς Νταλ
Διάρκεια: 83


Σ’ ένα τρομακτικό τροχαίο η μερικών μηνών έγκυος Σάρα (Άλισον Παραντί) χάνει τον άντρα της (δεν τίθεται καμιά αμφιβολία περί τούτου, αφού το πρόσωπο του δυστυχούς Μάθιου έχει μπουρμπουλιάσει στο αίμα), αλλά όχι και το παιδί της! Ο χρόνος θα περάσει, η κοιλιά θα μεγαλώσει και οι γιατροί θα της ανακοινώσουν πως ήρθε η ώρα να γεννήσει. Η μελαγχολική μέλλουσα (;) μάνα με την ουλή στο πρόσωπο να υπενθυμίζει το φρικτό δυστύχημα θα περάσει το τελευταίο βράδυ στο σπίτι της. Και πολύ πιθανό να πρόκειται για το τελευταίο βράδυ της ζωής της, αφού μια μυστηριώδης γυναίκα (Μπεατρίς Νταλ) εμφανίζεται στο παραθύρι της και με διαβολική όρεξη θέλει να την κατασπαράξει. Βέβαια, αυτό που φαίνεται πραγματικά να αναζητά και μάλιστα με ανορθόδοξες μεθόδους, κουρνιάζει μάλλον στη θαλπωρή της μήτρας της Σάρα.
Χρειάστηκαν δυο σκηνοθέτες (ανάθεμά τους) για να στήσουν αυτό το απολαυστικότατο (αν είστε από αυτούς που θεωρούν απόλαυση να βλέπουν πώς μπορεί να καρφωθεί ένα χέρι στον τοίχο) σπλάτερ δωματίου! Μάλιστα. Σπλάτερ δωματιού ή μάλλον σπιτιού, αφού η δράση με εξαίρεση το πρώτο πεντάλεπτο περιορίζεται και αφηνιάζει στον ασφυκτικά περιορισμένο χώρο ενός διώροφου σπιτιού. Μιλάμε για παραδοσιακό σπλάτερ, στην παράδοση των παλιών καλών ταινιών του Αρτζέντο, όπου το αίμα και το πετσόκομμα είναι μακιγιάζ, σάλτσα και ευρηματικές πατέντες. Και φυσικά δεν υπάρχει η ελάχιστη σοβαρή σεναριακή αιτιολόγηση για το όργιο τολμηρής βίας που τελειωμό δεν έχει, παρά μόνο διακόπτεται για μερικά λεπτά υπό τις υπνωτικές μελωδίες μιας υποβλητικής ηχητικής επένδυσης προκειμένου να δημιουργηθεί η απαραίτητη ατμόσφαιρα απειλής και βεβαίως η προσμονή του επόμενου μακελειού! Σε άναρχες κι απρόβλεπτες σκηνές, η αιματοβαμμένη ετοιμόγεννη Σάρα δίνει όλο της το είναι προκειμένου να επιβιώσει, η σατανική γυναίκα (η Μπεατρίς Νταλ έξι χρόνια μετά το σοκαριστικό και κανιβαλιστικό “Trouble every day” της Κλερ Ντενί) μακελεύει όποιον μπαίνει στο σπίτι, και το δυναμικό γυναικείο ντουέτο στηρίζει επάξια μια επιτέλους πολύ καλή προσπάθεια αναβίωσης του σπλάτερ. Απ’ όλα έχει ο μπαξές: μητροκτονία (η Σάρα μες στην παραζάλη της τρυπάει από λάθος την καρωτίδα της μάνας της...!), κιλά αίματος (το οπλοστάσιο περιλαμβάνει μια άκρως αποτελεσματική μυτερή βέργα, μπαστούνι, τσεκούρι, χέρια, πόδια, σπρέι, φωτιά και... αυτοσχέδιο ακόντιο!), ακρωτηριασμούς, ξεκοιλιάσματα, λεσβιακές νύξεις, φετιχιστικούς ξυλοδαρμούς, κατάμαυρο χιούμορ κι ένα πολύ συμπαθητικά αρρωστημένο φινάλε.Όσοι θιασώτες του είδους (οι υπόλοιποι προχωρήστε με δική σας ευθύνη) θάψατε τις ελπίδες σας για το σπλάτερ στην εποχή των κατά συρροή αμερικάνικων ανοησιών, μπορείτε να χαμογελάσετε. Η Γαλλία ψιθυρίζει με νόημα πως ο κύκλος του αίματος δεν έκλεισε. Όχι ακόμα.

18.9.08

ΖΩΝΗ ΜΝΗΜΗΣ (ALLEGRO)


Σκηνοθεσία: Κρίστοφερ Μπόε
Παίζουν: Ούλριχ Τόμσεν, Έλενα Κρίστενσεν, Γιον Λάνγκε, Χένινγκ Μόριτσεν
Δανία, 2005.
Διάρκεια: 87’

Η αίθουσα είναι μισοφωτισμένη, κι εμείς βυθισμένοι σ’ένα ονειρικό σκοτάδι ακούμε από τον εξώστη τις μελωδίες να ξεπηδούν μέσα από την κοιλιά του πιάνου. Ο μυστηριώδης πιανίστας όμως δε θέλει να δούμε το πρόσωπό του. Γιατί δε θέλει, λέει, ο Άνθρωπος να κρύβει τη Μουσική. Γιατί ο ίδιος δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας απλός μεταφραστής της παρτιτούρας για τα άμαθα αυτιά μας. Το ταλέντο του είναι πως ξέρει να τη διαβάζει και να την ερμηνεύει: Forte – δυνατά, da capo – από την αρχή, lacrimoso – λυπητερά. Και allegro; Τί σημαίνει στη γλώσσα αυτού του μυστηριώδη πιανίστα το «χαρούμενο» allegro;
Η αίθουσα είναι μισοφωτισμένη και ο Ζέτερστρομ κάθεται σφιγμένος μποστά στο πιάνο του, θέαμα για ένα κοινό που δεν είναι εκεί, κάνοντας το μόνο πράγμα που θυμάται να κάνει: αφήνει τα δάχτυλά του να τρέξουν μηχανικά πάνω στα πλήκτρα, ερμηνεύοντας με τέλεια τεχνική τα έργα που του δίνονται. Είναι φαινομενικά άριστος. Μα κάτι λείπει για να ακουστεί η μουσική όπως πρέπει. Δεν είναι μυστικό -αυτό που του λείπει είναι το πάθος. Μα ο ίδιος δε μπορεί (δε θέλει;) να θυμηθεί που βρίσκεται αυτό κρυμμένο.
Κι αν συνήθως η μουσική χρησιμεύει για να ελευθερώνει το πνεύμα και να ξεκλειδώνει συναισθήματα, εδώ ο ερμητικά κλειστός Ζέτερστρομ τη χρησιμοποιεί για τον ακριβώς αντίστροφο λόγο: είναι η ασπίδα του για ένα παρελθόν που τον πλήγωσε, είναι ο τοίχος που δεν αφήνει καμία ανάμνηση να περάσει έξω από τη «ζώνη» της μνήμης που δε θέλει πια να θυμάται. Είναι το σύνορο ανάμεσα στον ίδιο και στη ζωή, είναι το όριο πριν από Εκείνη. Το ταλέντο του είναι η πανοπλία του για κάθε ανθρώπινη επαφή –στην οποία ήταν πάντα τόσο καχύποπτος. Έχει απωθήσει τόσο πολύ τις μνήμες που τον πλήγωσαν, που έχει επιβάλλει στον εαυτό του μια ιδιόρρυθμη αμνησία: κάθε τί που συνέβη πριν από εκείνη, απλά δεν υπάρχει. Μόνο στιγμές που τριγυρίζουν μεταμφιεσμένες αναμεσα στις μελωδίες, και του ζητούν να γυρίσει για λίγο πίσω, να θυμηθεί, να νιώσει, έστω, κάτι.
«Αν δεν υπήρχες, θα έπρεπε να σε δημιουργήσω», της είχε πει όταν ήταν ακόμα ανθρώπινος. Και τώρα που την έχασε, πρέπει να την αναδημιουργήσει. Παίζοντας ένα παιχνίδι πέρα από τα όρια της πραγματικότητας, θα προσπαθήσει να βρει τη γραμμή που ενώνει τις σκόρπιες αναμνήσεις του και να βρει τη χαμένη του ανθρωπιά, που με τη σειρά της θα του δώσει αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη: την αληθινή μουσική. Αυτή που δεν ερμηνεύεται απλά διαβάζοντας τις νότες, μα που δημιουργείται όταν πηγάζει μέσα από την καρδιά.

Αξιολόγηση: ***

16.9.08

THE SAVAGES


Σκηνοθεσία: Ταμάρα Τζένκινς
Παίζουν: Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Λόρα Λίνεϊ, Φίλιπ Μπόσκο
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 113΄

Υπάρχουν δύο είδη κινηματογράφου: Αυτός που μας βοηθάει να ξεφύγουμε, προσωρινά έστω, απ’ όσα τυχόν δυσάρεστα αντιμετωπίζουμε, κι αυτός που μας αναγκάζει να τα κοιτάξουμε κατάματα και να τα αντιμετωπίσουμε. Με άλλα λόγια, ο κινηματογράφος της φυγής και ο κινηματογράφος του προβληματισμού. Ο πρώτος είναι ίσως πιο ευχάριστος, ο δεύτερος όμως μάλλον πιο ωφέλιμος. Επιλέξαμε να ξεκινήσουμε τη φετινή σεζόν με μια πρόταση που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Πρόκειται για μια ταινία που, αν και δεν προβλήθηκε στην πόλη μας, πραγματοποίησε μια πολύ καλή πορεία στο εξωτερικό και προτάθηκε επαξίως για δύο Όσκαρ, το πρώτου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Λόρα Λίνεϊ και το πρωτότυπου σεναρίου, το οποίο έγραψε η ίδια η σκηνοθέτιδα, αν και θα άξιζε οπωσδήποτε και μια τρίτη πρόταση, στην κατηγορία του πρώτου ανδρικού ρόλου, όπου νομίζουμε ότι ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν πραγματοποιεί την καλύτερη ίσως ερμηνεία της καριέρας του. 

Η ταινία περιστρέφεται γύρω από ένα θέμα παραμελημένο, που είναι η περίθαλψη των ηλικιωμένων που αδυνατούν πλέον να φροντίσουν τον εαυτό τους. Επιπρόσθετα, το εντάσσει μέσα σε ένα πλαίσιο δυσλειτουργικής οικογένειας, η οποία έχει προκαλέσει χρόνια προβλήματα, άγχη, ανασφάλειες και νευρώσεις στα μέλη της. Ο Τζον και η Γουέντι είναι δυο αδέλφια γύρω στα σαράντα, ανύπαντροι και οι δύο, που διατηρούν τυπικές και όχι ουσιαστικές σχέσεις μεταξύ τους, και αναγκάζονται να έρθουν αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο, αλλά και με το κοινό τους παρελθόν, όταν ειδοποιούνται ότι ο πατέρας τους έχει εμφανίσει γεροντική άνοια και θα πρέπει να αναλάβουν την γηροκόμησή του. Παρόλο το «δυσάρεστο» θέμα της, η ταινία καταβάλει συνειδητές και επιτυχημένες προσπάθειες να αποφύγει το μελοδραματισμό, ενώ παράλληλα ένα ειρωνικό, σαρδόνιο, αγγλικού τύπου χιούμορ  κάνει αρκετά συχνά αισθητή την παρουσία του, αποσπώντας κάποια απολύτως απαραίτητα μειδιάματα. Σε κάθε περίπτωση η ατμόσφαιρα παραμένει μουντή από την αρχή μέχρι το τέλος, οι ρυθμοί αργοί, η υπόθεση κατά διαστήματα υποτυπώδης. Απομένει γυμνή η ίδια η αμείλικτη πραγματικότητα, η αναπόφευκτη μοίρα του ανθρώπου, που είναι η πορεία προς το μαρασμό και το θάνατο και η υποχρέωση όλων μας να την αντιμετωπίσουμε όσο ωριμότερα μπορούμε. Παράλληλα, η ταινία, χάρη στο οξυδερκές σενάριό της και τις υπέροχες ερμηνείες του δίδυμου Χόφμαν-Λίνεϊ, προσθέτει ορισμένα σπαρακτικά στιγμιότυπα στην πλούσια κινηματογραφική ανθολογία από σκηνές με μέλη δυσλειτουργικών οικογενειών που αδυνατούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους…

***

19.6.08

ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


ACROSS THE UNIVERSE

Σκηνοθεσία: Τζούλι Τέιμορ
Παίζουν: Τζιμ Στάρτζες, Ίβαν Ρέιτσελ Γουντ, Τζο Άντερσον, Ντάνα Φουκς
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 131΄

Όχι ένα και δύο, αλλά 33 ολόκληρα τραγούδια των θρυλικών «Σκαθαριών» σε νέες, φρέσκιες εκτελέσεις παρελαύνουν οπτικοποιημένα μπροστά από τα μάτια μας σ’ αυτό το πολύχρωμο, νεανικό μιούζικαλ, που επιχειρεί μια τοιχογραφία της ταραγμένης περιόδου των τελών της δεκαετίας του ’60 βασισμένη πάνω στο έργο των Μπιτλς.

Πρόκειται για μια φιλόδοξη απόπειρα, που στέφεται από απόλυτη επιτυχία τόσο στο οπτικό όσο και στο μουσικό κομμάτι της. Οι νεαροί πρωτοεμφανιζόμενοι πρωταγωνιστές ερμηνεύουν τα τραγούδια με έναν τρόπο που καταφέρνει να συνδυάσει στην κατάλληλη αναλογία τον απαραίτητο σεβασμό στις αρχικές εκτελέσεις από τη μια, με την καινοτομία και την ανάδειξη των τραγουδιών από μια διαφορετική σκοπιά από την άλλη. Εξυπακούεται ότι άπαντες διαθέτουν τα απαραίτητα φωνητικά προσόντα, ενώ και οι υποκριτικές τους ικανότητες είναι κάτι παραπάνω από επαρκείς.

Οπτικά η ταινία θυμίζει πυροτέχνημα φαντασίας, χρώματος και φωτός. Τα τραγούδια ενσωματώνονται οργανικά μέσα στην πλοκή και δεν θυμίζουν επ’ ουδενί βίντεο-κλιπ. Αποκτούν όλα σαφές και καινούριο νόημα, που αναδεικνύει και τα ίδια τα τραγούδια και την ταινία. Αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στο “I Want you”, που συσχετίζεται με τη διαδικασία στρατολόγησης για τον πόλεμο του Βιετνάμ και εκφράζει με άκρως γλαφυρό και ευφάνταστο τρόπο την αίσθηση παγίδευσης και αποκτήνωσης του νεαρού κληρωτού που καλείται να γίνει το φρέσκο κρέας στην κρεατομηχανή του πολέμου, αλλά και στο “I am the Walrus”, που ερμηνεύεται από τον Μπόνο σε μια εμφάνιση-έκπληξη και παραπέμπει σε ψυχεδελικό όνειρο που εξελίσσεται σε κάποια μαγική υποβρύχια ουτοπία.

Όπως συχνά συμβαίνει με τα μιούζικαλ, το αδύνατο σημείο είναι το σενάριο. Πρόκειται για μια στοιχειώδη, απλοϊκή ιστορία, που τραβάει σε μάκρος αρκετά μεγαλύτερο από τις αντοχές της προσοχής μας, δεν αναδεικνύει επαρκώς τους χαρακτήρες, και διακατέχεται από μια αφελή και επιφανειακή αντίληψη της ιστορίας. Απουσιάζει η εμβάθυνση, ή έστω η διαφορετική ματιά στο αντιπολεμικό κίνημα, τις φοιτητικές εξεγέρσεις και την εναλλακτική κουλτούρα των ’60s. Αυτό που υπάρχει είναι μια τοιχογραφία πλούσια μεν, επιφανειακή δε. Μια σειρά από εικόνες που απλά περνούν, αλλά δεν αγγίζουν τον θεατή.

Η ταινία φαίνεται τελικά πως απευθύνεται κυρίως στο μαθητικό κοινό, για το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευσύνοπτη εισαγωγή στο έργο των Μπιτλς και την ιστορία των εξεγέρσεων των ’60s. Όσοι θεωρούν εαυτούς ειδήμονες στα ανωτέρω θέματα πιθανόν να νιώσουν ότι παρακολουθούν κάτι παιδιάστικο ή αφελές. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι πρόκειται για μια πλούσια, φιλόδοξη δουλειά, με εξαιρετικές μουσικές εκτελέσεις και υπέροχες εικόνες. Η ταινία συνοδεύεται μάλιστα κι από δεύτερο dvd, στο οποίο περιέχονται ολόκληρες και οι 33 εκτελέσεις, καθώς και σχόλια της σκηνοθέτιδας και των υπόλοιπων συντελεστών.

Αξιολόγηση: ***