25.5.09

SHADOWS

ΣΚΙΕΣ
Σκηνοθεσία: Μίλκο Μαντσέφσκι
Παίζουν: Μπόρτσε Νάσεβ, Βέσνα Στανόγιεφσκα
ΠΓΔΜ, 2007. Διάρκεια: 120’

Υπόθεση: O Λάζαρ ζει μια φαινομενικά ιδανική ζωή. Είναι πετυχημένος γιατρός, παντρεμένος με μια όμορφη γυναίκα, ζει σε ένα μοντέρνο σπίτι και μόλις απέκτησε το πρώτο του παιδί. Οι γύρω του -αλλά κι εμείς οι θεατές- τον βλέπουμε με ζήλια και θαυμασμό. Τον θεωρούμε τυχερό. Μα αυτό που βλέπουμε είναι μόνο μια εικόνα, χωρίς τη σκιά που σέρνει πίσω της. Τα βάρη που κουβαλάει μέσα του, οι καταπιεσμένες επιθυμίες, η αυταρχική του μητέρα, ο σαθρός γάμος του και κυρίως, οι αναμνήσεις του που παλεύουν να βγουν στην επιφάνεια, κάνουν τη σκιά αυτή που τον ακολουθεί όλο και πιο βαριά, όλο και πιο δυσκίνητη. Μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η μέχρι τότε ανέμελη ζωή του κατακλύζεται από τις παραπάνω σκιές. Αρχίζει να δέχεται επίμονες επισκέψεις από απόκοσμες φιγούρες, που έχουν ένα επίμονο αίτημα: «δώσε πίσω ό,τι δεν είναι δικό σου». Ψάχνοντας να ανακαλύψει το νόημα αυτής της φράσης, θα συνειδητοποιήσει ότι αυτό που στοιχειώνει την ατομική (αλλά και τη συλλογική) μνήμη δε θα εξαφανιστεί, παρά μόνο αν το αντιμετωπίσει ο ίδιος κατάματα.

Ο «αναστημένος» Λάζαρ του Μαντσέφσκι είναι ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των πεθαμένων, ανάμεσα στους ανοιχτούς λογαριασμούς του χτες και τους συμβιβασμούς του σήμερα. Παγιδευμένος ανάμεσα στην συλλογική μνήμη και την προσωπική ευθύνη. Οι σκιές που τον στοιχειώνουν μοιάζουν με τους «βρικόλακες» του Ίψεν, αυτά τα φαντάσματα, τα λάθη του παρελθόντος που επιμένουν να βαραίνουν το παρόν και το μέλλον μας, όσο βαθιά κι αν νομίζουμε πως τα έχουμε κρύψει. Εκτός όμως από την προσωπική πτυχή της ιστορίας, που με στοιχεία θρίλερ και εξαιρετική κινηματογράφηση κρατά τον θεατή στην άκρη του καθίσματός του μέχρι την τελική λύτρωση, ο Μαντσέφσκι δεν κρύβει το πολιτικό του σχόλιο. Οι καταραμένες σκιές που βαραίνουν τον Λάζαρ έρχονται από ένα παρελθόν που δεν είναι μόνο προσωπικό -γι’ αυτό και τα φαντάσματα που καλείται να ξορκίσει είναι ανησυχητικά επίκαιρα, όχι μόνο για τον συγκεκριμένο πρωταγωνιστή, αλλά και τον υποψιασμένο θεατή.

Αξιολόγηση: ***

NICK AND NORA'S INFINITE PLAYLIST

ΟΤΑΝ Ο ΝΙΚ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΕ ΤΗ ΝΟΡΑ

Σκηνοθεσία: Πίτερ Σόλετ
Παίζουν: Μάικλ Σερά, Κατ Ντένινγκς, Αλέξις Ντζίενα
Η.Π.Α., 2008. Διάρκεια: 90’

Υπόθεση: Ο Νικ είναι μαθητής λυκείου, έχει έναν περιορισμένο κύκλο sui generis φίλων κι είναι μέλος ενός αντισυμβατικού ροκ συγκροτήματος. Έχουν περάσει περίπου τρεις εβδομάδες από τότε που τον χώρισε ο έρωτας της ζωής του, η Τρις. Όταν εκείνη εμφανιστεί στο live του με κάποιον άλλον, ένα τρελό και απρόβλεπτο βράδυ θα ξεκινήσει για τον πληγωμένο Νικ, όταν η Νόρα, μια εντελώς άγνωστη σε αυτόν κοπέλα μπαίνει στη ζωή του με έναν αναπάντεχο τρόπο. Ένα ιδιόρρυθμο «κυνήγι θησαυρού» στους νυχτερινούς δρόμους της Νέας Υόρκης, ντυμένο με πολλή μουσική σε όλες της τις εκφάνσεις, σε μια ανορθόδοξη ρομαντική ιστορία που ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στο είδος της δραματικής ρομαντικής κομεντί και στις συνηθισμένες τραβηγμένες από τα μαλλιά σεξοκωμωδίες στο ύφος του «American Pie».

Η καρδιά της ιστορίας, η συνάντηση και η γνωριμία του Νικ και της Νόρα στη διάρκεια μιας επεισοδιακής νύχτας, είναι όμορφη και αληθινή, και υποστηρίζεται από τους πολύ ταιριαστούς πρωταγωνιστές. Ο Μάικλ Σερά του «Juno» και του «Superbad», μπορεί να επαναλαμβάνεται στους ρόλους του, είναι όμως πραγματικά αξιολάτρευτος και τόσο εκφραστικός με την απίθανη γκάμα από αμήχανα βλέμματα και άτσαλες, ντροπαλές χειρονομίες και κινήσεις. Ο έτερος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι η μουσική –τόσο ως υπόκρουση στο φόντο όσο και μέσω των πολυάριθμων μουσικών αναφορών. Η επαφή των δύο παιδιών βασίζεται στην αγάπη τους για την indie μουσική και το πάθος τους για την underground μουσική σκηνή της πόλης τους, έτσι το soundtrack δεν μπορεί παρά να τους ακολουθεί κατά πόδας με μερικά από τα πιο πρόσφατα ονόματα της pop/rock μουσικής να παίζουν στα ηχεία (και, για όσους τον γνωρίζουν, το cameo του ακριβοθώρητου Devendra Banhart είναι το κερασάκι στην τούρτα).
Από εκεί και πέρα, οι υπόλοιποι χαρακτήρες μάλλον φλερτάρουν με το υπερβολικό και πολλές φορές το γελοίο, με αποτέλεσμα, όποτε το ενδιαφέρον φεύγει από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, το φιλμ να χάνει τη δυναμική του και το ενδιαφέρον του. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι ένα κράμα των δύο, που είναι μεν ευχάριστο και διασκεδαστικό στην παρακολούθησή του, είναι όμως και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών αλλά και της προοπτικής που είχε η συγκεκριμένη ιστορία.

Αξιολόγηση: **

1.5.09

GHOST TOWN


Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Κέπ
Παίζουν: Ρίκι Τζέρβε, Γκρεγκ Κινίαρ, Τέα Λεόνι

ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 102΄


Παρουσιάζοντας πριν από λίγες εβδομάδες τον Δρόμο της επιστροφής από τούτη εδώ τη στήλη, ο Δημήτρης Δρένος έγραφε ότι ζούμε σε κοινωνίες εξειδίκευσης. «Κάπου, κάποιοι πεθαίνουν της πείνας, κάπου, κάποιοι σκοτώνονται, δεν μας αγγίζει, οι υπόλοιποι συνεχίζουμε με τις υπόλοιπες δουλειές που πρέπει να γίνουν»… Ποιες δουλειές είναι άραγε αυτές; Μερικοί εδώ στις ευημερούσες κοινωνίες της Δύσης έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται. Η ευμάρεια προκαλεί τελικά υπαρξιακές ανησυχίες, αλλά και τύψεις. Στο Visitor, το οποίο σχολιάζαμε στο προηγούμενο τεύχος, ένας πανεπιστημιακός καθηγητής συνειδητοποιεί ότι δεν προσφέρει και δεν παράγει παντελώς τίποτα και αποφασίζει να βοηθήσει ένα ζευγάρι λαθρομεταναστών και να εντρυφήσει στη γοητεία του τζέμπε, του αφρικανικού τύμπανου. Στην σημερινή ταινία ήρωας είναι ο Δρ. Πίνκους, ένας οδοντίατρος στο Μανχάταν, ο οποίος, παρότι – ή μήπως θα έπρεπε να πούμε ακριβώς εξαιτίας; - ζει σε ένα τεράστιο, υπερπολυτελές διαμέρισμα, είναι ένα μισανθρωπικό μονήρες ανθρωπάκι που διαθέτει από ένα δηλητηριώδες σχόλιο για όλους και για όλα. Ο Δρ. Πίνκους όμως δεν πρόκειται να διέλθει μέσα από κάποια προσωπική υπαρξιακή κρίση. Εδώ βρισκόμαστε στο πεδίο της κομεντί, με τις αναφορές της στον Κάπρα και τον Σπίλμπεργκ. Είναι ακριβώς η άγνοια της κατάστασής του που δημιουργεί το κωμικό αποτέλεσμα. Η δυστυχία του δεν είναι η μοναξιά του, αλλά το γεγονός ακριβώς ότι δεν μπορεί να αποφύγει τους άλλους. «Το πρόβλημά μου δεν είναι τα πλήθη, είναι τα άτομα που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό», αποφαίνεται σε μια κωμική αποστροφή του. Ο Δρ. Πίνκους δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν νεκροζώντανο, έναν ακόμη άνθρωπο που νομίζει ότι η έννοια της ζωής ταυτίζεται με μια απλή βιολογική λειτουργία. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η κατάστασή του αυτή συσχετίζεται στην ταινία με το θάνατο: Μετά από ένα «ατυχηματάκι» στην αναισθησία μιας απλής ιατρικής εξέτασης στην οποία υποβλήθηκε, ο Δρ. Πίνκους θα αρχίσει να βλέπει νεκρούς. Μετά από πολλές περιπέτειες θα συνειδητοποιήσει ότι οι νεκροί αυτοί ζητούν απ’ αυτόν να μεσιτεύσει για να διευθετήσουν τις συναισθηματικές εκκρεμότητες που άφησαν στη Γη. Μέσα από την επαφή του με τον κόσμο των νεκρών, ο Δρ. Πίνκους θα γίνει επιτέλους πιο ανθρώπινος… Η ταινία είναι το πρώτο «όχημα» για τη διείσδυση του βρετανού κωμικού του The Office Ρίκι Τζέρβε στο Χόλιγουντ, αλλά δυστυχώς γι’ αυτόν δεν πρόκειται για καθαρόαιμη κωμωδία. Πρόκειται, όπως προαναφέραμε, για κομεντί, για μια δραματική ταινία με κωμικό υπόβαθρο και ρομαντικές πτυχές. Λειτουργεί ανάλαφρα, λίγο γέλιο, λίγη συγκίνηση, λίγος προβληματισμός, και ξεχνιέται γρήγορα. Αυτή όμως η μεταφορά του Μανχάταν ως ενός χώρου που κατοικείται από νεκρούς κι από έναν οδοντίατρο τόσο μισάνθρωπο που να σχετίζεται περισσότερο μ’ αυτούς, παρά με ζωντανούς, μας φάνηκε κάτι περισσότερο από πετυχημένη…
***
Π.Κ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Μπέρτραμ Πίνκας είναι ένας εκκεντρικός οδοντίατρος που δεν απολαμβάνει ιδιαίτερα τη συναναστροφή με άλλους ανθρώπους. Το μότο του είναι: «αν έπρεπε να διαλέξω να είμαι ανάμεσα σε λίγους ανθρώπους και σε πολλούς ανθρώπους, θα επέλεγα τη γάτα μου» -όταν τον γνωρίσετε λίγο καλύτερα, δε θα εκπλαγείτε όταν μάθετε ότι δεν έχει καν γάτα. Η ζωή του, μια συνεχής προσπάθεια να αποφύγει τους γύρω του, είναι ήδη αρκετά περίπλοκη, θα γίνει όμως ακόμα πιο αβάσταχτη όταν μετά από ένα ιατρικό λάθος σε μια διαδικασία ρουτίνας, θα αρχίσει να βλέπει φαντάσματα. Ο στριμμένος, μισάνθρωπος και αγοραφοβικός Μπέρτραμ βρίσκεται έτσι συνεχώς περιτριγυρισμένος από πρόσωπα που διεκδικούν επίμονα την προσοχή του. Η κατάρα όμως αυτής της «έκτης αίσθησης» θα αποδειχτεί, μέσα από κωμικοτραγικές καταστάσεις, το καλύτερο δώρο που του έκαναν ποτέ αφού χάρη σ’ αυτήν θα ερωτευτεί και θα κάνει το πρώτο βήμα για να ξεπεράσει τις φοβίες του.

Ο Μπέρτραμ είναι ένας βρετανός στη Νέα Υόρκη. Όπως θα μας τραγουδούσε και ο Sting, είναι ένας ξένος, ένας εξωγήινος (είναι τυχαίο ότι σε κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής μας αναφέρεται με θαυμασμό στους στίχους των τραγουδιών του;). Ξένος ανάμεσα στους νεοϋορκέζους, ξένος ανάμεσα στα φαντάσματα, ξένος ανάμεσα στους χαρούμενους κοινωνικούς συνανθρώπους του. Ξένος και μόνος -και αυτή είναι κι η πηγή του δηλητηριώδους φλέγματός του. Η άμυνά του είναι η αποστασιοποίηση και ο κυνισμός. Κι έτσι ακριβώς είναι και η καρδιά αυτής της πεισιθάνατης κωμωδίας: μελαγχολική και αποστειρωμένη, σαν τα ιατρικά εργαλεία και την καθημερινότητα του Μπέρτραμ. Και το χιούμορ της, αν και μάταια προσπαθεί να γίνει γλυκανάλατο, κερδίζει πόντους μόνο όταν είναι κυνικό.
Το μεγαλύτερο ατού της ταινίας δεν είναι άλλο από τον απολαυστικό πρωταγωνιστή Ρίκι Ζερβέ, που ανέκφραστος και αγέλαστος («deadpan», που τόσο ταιριαστά λένε οι άγγλοι) πετάει τις θανατερές ατάκες του προς πάσα κατεύθυνση, δίνοντας στο κωμικό μέρος την ώθηση που χρειάζεται. Στο ρομαντικό και δραματικό κομμάτι από την άλλη, τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο πρωταγωνιστής δείχνουν κάπως αμήχανοι, με αποτέλεσμα η ταινία να χάνει λίγο σε συνοχή. Αυτό που βλέπουμε τελικά επί της οθόνης είναι μια δραματική κομεντί με δόσεις κυνισμού αλλά και ρομαντισμού, που έχει τη δυνατότητα να κάνει ακόμα και τους πικρόχολους να χαμογελάσουν γλυκά.
***
Μ.Ρ.