27.2.10

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ


1 JOURNÉE

Σκηνοθεσία: Τζέικομπ Μπέργκερ

Παίζουν: Νατάσα Ρενιέρ, Μπρούνο Τοντεσινί, Νοεμί Κοσέρ

Ελβετία, 2007. Διάρκεια: 98΄


Ένας από τους γνωστότερους συνειρμούς που σχετίζονται με την Ελβετία είναι η έκφραση «ελβετικό ρολόι». Η Ελβετία αποτελεί τη χώρα-σύμβολο ακρίβειας στον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό μας. Ακρίβεια που προϋποθέτει βεβαίως προγραμματισμό και οργάνωση και συνεπάγεται προβλεψιμότητα. Όλα πάνε σαν ελβετικό ρολόι σημαίνει ότι όλα εξελίσσονται κατά τα προβλεπόμενα. Αυτήν ακριβώς την προβλεψιμότητα επιχειρεί να ξηλώσει τραβώντας λίγο-λίγο τις ραφές σαν χαλί που τραβιέται κάτω από τα πόδια μας ο βρετανικής καταγωγής ελβετός σκηνοθέτης Τζέικομπ Μπέργκερ. Εκκινώντας από το καταστατικό τρίγωνο της «ιεράς οικογένειας» μπαμπάς-μαμά-παιδί παρουσιάζει μια μέρα από τη ζωή των τριών τους παγιδεύοντας το θεατή μέσα σε έναν χρονικά επαναλαμβανόμενο βρόχο που παραπέμπει ταυτόχρονα και στη ρουτίνα και στην αναίρεσή της. Και οι τρεις ήρωες προσπαθούν απεγνωσμένα να δουν τη συγκεκριμένη μέρα σαν μια μέρα όπου έχει συμβεί κάτι το ξεχωριστό, κάτι που θα αλλάξει τη ζωή τους. Ο πατέρας χτυπάει κάποιον πεζό με το αυτοκίνητό του. Ή μήπως είναι ιδέα του; Η μητέρα διαπιστώνει ότι ο άνδρας της την απατά. Ή μήπως είναι κάτι που το ήξερε ήδη καλά; Όπως λέει η ίδια κάποια στιγμή «δεν μπορώ να νιώσω τίποτα πια. Είμαι σαν πεθαμένη». Ο σύγχρονος, πολιτισμένος κόσμος σαν ένας κόσμος απουσίας νοήματος, όπου οι άνθρωποι περιφέρονται σαν υπνωτισμένα ζόμπι. Είναι δυνατή η νοηματοδότηση της ζωής τους με κάτι το έκτακτο, το μη προβλέψιμο, με κάτι που θα τους ταρακουνήσει από τη ρουτίνα και την ασφάλειά τους; Με τη βοήθεια σταθερών και στιλπνών πλάνων ελβετικού αστικού τοπίου που έρχονται και επανέρχονται σε ένα μοντάζ που ακολουθεί πιστά τους ρυθμούς της εξαιρετικής υπνωτικής ηλεκτρονικής μουσικής του Σιρίλ Μορέν (Samsara), ο Μπέργκερ καταφέρνει να διανοίξει ρωγμές στον ήρεμο σύγχρονο αστικό βίο και στο κύτταρό του, το θεσμό της οικογένειας, και κλείνοντας το μάτι στον ερωτισμό που ελλοχεύει βαθιά μέσα μας σαν ένα κουτί της Πανδώρας που απειλεί μονίμως να ανοίξει, δημιουργεί μια ταινία αισθητικά πρωτότυπη και νοηματικά επαρκώς αινιγματική αλλά και ερεθιστική, ώστε να καταλύσει γόνιμους προβληματισμούς και συναισθήματα στον σινεφίλ θεατή.

****

14.2.10

ΠΑΜΕ ΟΠΟΥ ΘΕΣ


AWAY WE GO

Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες
Παίζουν: Τζον Κρασίνσκι, Μάγια Ράντολφ, Μάγκι Γκίλενχααλ

ΗΠΑ, 2009. Διάρκεια: 98΄


Υπόθεση
: Ένα ζευγάρι ερωτευμένων 35άρηδων περιμένουν το πρώτο τους παιδί. Αποφασίζουν λοιπόν να ξεκινήσουν ένα ταξίδι χωρίς προορισμό, για να βρουν το μέρος που θα ταίριαζε καλύτερα για να στήσουν την οικογένειά τους.


Μια συζήτηση μέσω msn:

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Δεν σου φαίνεται κάπως παράξενο ότι ένας σκηνοθέτης του διαμετρήματος του Σαμ Μέντες επέλεξε να σκηνοθετήσει μια ταινία τόσο μικρής εμβέλειας; Μια απλή ιστορία χωρίς ούτε έναν επώνυμο σταρ;

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Είναι όντως «μικρή» ταινία, έχει όμως δυναμική μεγάλης. Μου φάνηκε σαν η ανάποδη όψη του American Beauty, σαν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι να πρόκειται μελλοντικά να καταντήσει σαν το μεσήλικο ζευγάρι της ταινίας εκείνης. Ή σαν μια πιο ανάλαφρη εκδοχή του Δρόμου της επανάστασης.

Π: Όμως οι δυο εκείνες ταινίες δημιουργούσαν την αίσθηση ότι κάτι πολύ σημαντικό έχουν να πουν, ενώ αυτή όχι.

Μ: Κοίτα, η ταινία νομίζω απευθύνεται στον μέσο χαζο-αμερικάνο, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να κλείσει το μάτι και σε μας τους υπόλοιπους.

Π: Αυτό το κλείσιμο του ματιού λίγο αδέξιο μου φάνηκε. Οι περισσότεροι χαρακτήρες που συναντά το ζευγάρι στη διαδρομή του είναι καρικατούρες, δεν πείθουν.

Μ: Σύμφωνοι, αλλά αυτό γίνεται ηθελημένα. Δεν είναι χαρακτήρες, αλλά τύποι.

Π: Τι συμβολίζουν αυτοί οι τύποι; Βλέπεις να αρθρώνει η ταινία έναν κριτικό λόγο για την αμερικανική κοινωνία; Εμένα δεν μου φάνηκε.

Μ: Νομίζω η ταινία ασκεί κριτική σ’ αυτή τη νέα γενιά (και σε κάθε γενιά) που δεν ξέρει πώς να αναλάβει τις ευθύνες της. Κάνει ένα ταξίδι χωρίς ουσιαστικά να ξέρει τι ακριβώς ψάχνει και τελικά καταλήγει στο ίδιο τίποτα από το οποίο ξεκίνησε.

Π: Εμένα αντιθέτως μου φάνηκε ότι μέσα από αυτό το ταξίδι το νεαρό ζευγάρι ωριμάζει. Συνειδητοποιούν οι δυο τους ότι δεν είναι και τόσο ανάξιοι όσο νομίζουν. Έχουν την αγάπη τους, κυοφορούν ένα μωρό, ενώ την ίδια στιγμή διαπιστώνουν ότι άλλα ζευγάρια ούτε αγαπιούνται, ούτε παιδιά μπορούν να κάνουν…

Μ: Ναι, αλλά ως προς το ζήτημα της ανάληψης ευθυνών δεν μαθαίνουν τίποτα. Καταλήγουν και πάλι αιθεροβάμονες όπως ξεκίνησαν.

Π: Ίσως τελικά να πρόκειται για το πορτρέτο μιας μπερδεμένης γενιάς. Ήταν σλάκερς στα 25 τους, και τώρα γίναν 35 και μυαλό δεν έβαλαν. Οπότε μάλλον έχεις δίκιο, ούτε αργότερα θα βάλουν! Αυτή σου η υπόνοια ότι το ζευγάρι σε δέκα χρόνια θα καταλήξει στα σκατά του American Beauty σώζει την ταινία!

Μ: Καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα.

Π: Αυτή η ασάφεια σχετικά με τη στάση της ταινίας τόσο απέναντι στους ήρωές της (τους κοροϊδεύει ή όχι;) όσο και απέναντι στην κοινωνία (την επικρίνει ή όχι;), είναι που την σώζει! Η ασάφεια και όχι η προφάνεια των καρικατουρίστικων τύπων της.

Μ: Χμ… σώζεται με την ασάφεια; Ή αυτό είναι το μείον της;

Π: Σώζεται επειδή επαμφοτερίζει! Θα της βάλουμε τρία αστεράκια, ε;

Μ: Και τρεισήμισι! Είναι μια ανάλαφρη, ευχάριστη ταινία, που βάζει όμως το θεατή σε σκέψεις.

***

1.2.10

ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ


FIVE MINUTES OF HEAVEN

Σκηνοθεσία: Όλιβερ Χιρσμπίγκελ

Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Τζέιμς Νέσμπιτ

Βρετανία/Ιρλανδία, 2009. Διάρκεια: 90΄


Μια ιστορία για την εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου για εκδίκηση, αλλά παράλληλα και για την ανάγκη για συχώρεση και λύτρωση, με φόντο την πολύπαθη Βόρεια Ιρλανδία. Η ταινία ξεκινά με φλάσμπακ στο 1975, όταν ένας δεκαεπτάχρονος προτεστάντης Άγγλος και η παρέα του αποφασίζουν να σκοτώσουν έναν καθολικό Ιρλανδό. Η δουλειά διεκπεραιώνεται – ένα από τα 3720 φονικά που έγιναν στη Βόρεια Ιρλανδία εξαιτίας του πολιτικού προβλήματος, όπως σημειώνεται στην αρχή της ταινίας – μπροστά στα μάτια όμως του μικρού αδελφού του θύματος. Τριάντα χρόνια αργότερα, ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα οργανώνει μια συνάντηση μεταξύ του προτεστάντη δολοφόνου και του καθολικού αδελφού του θύματος. Αυτή ακριβώς η συνάντηση αποτελεί και το θέμα της ταινίας, θέμα το οποίο καταφέρνει να πραγματευτεί πλήρως και να απομυζήσει όλον τον ψυχολογικό του αντίκτυπο. Από τη μια η ανάγκη για εκδίκηση, η αδυναμία του θύματος να βρει την ψυχική γαλήνη όσο νιώθει πως έχει ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς μ’ ένα φονιά, έστω κι αν ο φονιάς έμεινε δώδεκα χρόνια στη φυλακή, κι από την άλλη η ανάγκη για συχώρεση, οι εσωτερικοί δαίμονες που κυνηγούν τον θύτη, και που δεν καταλαγιάζουν αν δεν μπορέσει να κοιτάξει κατάματα τον άνθρωπο στον οποίο προξένησε τόσο κακό. Η κατά πρόσωπο συνάντηση διαρκώς μετατίθεται. Βιώνουμε όλη την εσωτερική αγωνία και τη συναισθηματική σύγχυση των δύο ανδρών. Η ισορροπία τους βρίσκεται στα όρια. Θα χρειαστεί τελικά ένα τετ-α-τετ πέρα από τις συμβατικότητες και την ψευτιά της τηλεόρασης για να λυθούν οι λογαριασμοί με το παρελθόν. Μπορεί να δώσει τη λύση μια πράξη εκδίκησης; Μπορεί να υπάρξει λύτρωση από το παρελθόν; Αυτά είναι τα ερωτήματα που εξετάζει η ταινία, και νομίζουμε ότι τα καταφέρνει καλά. Εκεί που χωλαίνει είναι σε κάποια περιφερειακά ζητήματα, που έχουν όμως κι αυτά τη σημασία τους. Για παράδειγμα ο άγγλος θύτης, ο οποίος ενσαρκώνεται από έναν μεγαλεπίβολο Λίαμ Νίσον, απεικονίζεται σαν ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, με ανωτερότητα, με όλο εκείνο το τουπέ που προσδίδει στους Άγγλους ενίοτε ένα ύφος ολίγον condescending, σχεδόν καταφρονητικό. Ο Ιρλανδός αντίθετα, απεικονίζεται ανίκανος να ισορροπήσει, βυθισμένος στους εφιάλτες του παρελθόντος, γεμάτος μίσος (ω, πόσο μπανάλ). Η δε δικαιολόγηση που δίνεται από την ταινία, ότι δηλαδή τον κατηγόρησε η μητέρα του για δολοφόνο επειδή δεν έκανε κάτι για να σώσει τον μεγάλο αδελφό του, μοιάζει πραγματικά αστεία, αν αναλογιστούμε ότι ήταν ένα μικρό παιδί μπροστά σε οπλισμένους μασκοφόρους. Βγάζει μια ανισορροπία το συγκεκριμένο δίδυμο, κάπως σαν ο θύτης να είναι θύμα και αντιστρόφως, ίσως όμως και αυτό ακριβώς να είναι το point, το επιχείρημα της ταινίας. Επίσης αρνητικό (τουλάχιστον για μένα) είναι ότι άλλη μια ταινία εκμεταλλεύεται δραματουργικά ένα πολιτικό ζήτημα χωρίς να μπορεί να αρθρώσει κάποιον πολιτικό λόγο. Όλο το ιρλανδικό ζήτημα χρησιμοποιείται σαν «ταπετσαρία» προκειμένου να αναδειχθεί μια προαιώνια σύγκρουση θύτη-θύματος. Το ρεζουμέ είναι ότι απλά εκεί κάποιοι σκοτώνονται. Το γιατί ποσώς ενδιαφέρει. Ίσως ζητάω πολλά, αλλά θα ήθελα κάτι παραπάνω στο επίπεδο της πολιτικής άποψης, και κυρίως της πολιτικής εμβάθυνσης. Κατά τ’ άλλα πρόκειται για καλή και αρκετά πρωτότυπη ταινία, με ένταση, ρυθμό και ικανότητα να προβληματίζει.

***