26.11.08

[REC]



Σκηνοθεσία: Χάουμε Μπελαγκερό, Πάκο Πλάθα
Παίζουν: Μανουέλα Βελάσκο, Φέραν Τεράθα, Χόρχε Σεράνο, Βιθέντε Χιλ
Διάρκεια: 85΄

Μια ρεπόρτερ για την εκπομπή «Ενώ κοιμάστε» ετοιμάζει ένα χαλαρό ρεπορτάζ για τη δουλειά των πυροσβεστών σε νυχτερινή βάρδια. Μαζί με τον κάμεραμάν της θα τους πάρει συνεντεύξεις, θα τραβήξει πλάνα από τα δωμάτια και την τραπεζαρία και θα περιμένει με ανυπομονησία κάποια κλήση για να τους ακολουθήσει στο έργο τους. Η κλήση έρχεται. Συγκρατημένος ενθουσιασμός. Φτάνουν σε μια οικοδομή. Ήδη βρίσκονται εκεί δυο αστυνομικοί. Το πρόβλημα φαίνεται να είναι πως μια ηλικιωμένη κυρία βρίσκεται στο διαμέρισμά της και ουρλιάζει. Οι πυροσβέστες σπάνε την πόρτα. Ελαφριά ανησυχία. Για λίγο. Διότι αμέσως εκεί ξεκινάει ουσιαστικά η ταινία και βυθίζεται σταδιακά, αλλά με χειρουργική ακρίβεια στο απόλυτο χάος και πανικό. Δεν είναι τόσο το αίμα που ταΐζει το τέρας μέσα μας. Καλό είναι κι αυτό να ικανοποιεί τα αιμοδιψή ένστικτά μας. Είναι η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, και η αντιστροφή του οικείου σε ανοικείου. Η οικοδομή και το σπίτι από μήτρα μετατρέπονται σε κόλαση και ο εξωτερικός κόσμος σε λύτρωση. Μόνο που ο εξωτερικός κόσμος έχει ασφαλίσει την οικοδομή και οι αρχές (μόνο υπό την αλλόκοτη μορφή φώτων, ήχων και μιας φωνής στο μεγάφωνο) έχουν διατάξει αυστηρή καραντίνα. Η ρεπόρτερ πανικόβλητη ζητάει από τον κάμεραμαν να μην σταματήσει να τραβάει πλάνα και ο χειριστής της κάμερας, είναι ο μοναδικός απρόσωπος υποκειμενικός αφηγητής. Ένας αφηγητής που μας μιλάει όχι μόνο για τον απόλυτο τρόμο μπροστά σε μια άγνωστη απειλή (εντάξει, κι άλλοι τα ‘παν), αλλά εστιάζει στην ανθρώπινη απόγνωση, την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο ισοπεδωτικό σύστημα, στην ανάγκη του να εκλογικεύσει το θρυμματισμό του σύμπαντός του και να έρθει σε επαφή με το πρωτόγονο ένστικτο της επιβίωσης.
Κι αν θέλετε πάση θυσία να ονομάσουμε το είδος της ταινίας, θα το πω αυθαίρετα ψευδοντοκουτρόμου. Ένα είδος που ξεκίνησε με το “Blair witch project”, ως μια ύστατη απόπειρα ανανέωσης της μορφής των ταινιών τρόμου και συνεχίστηκε με άλλες προσπάθειες όπως το “Cloverfield”. Όμως οι Ισπανοί, δείχνουν ότι το κατέχουν πολύ καλύτερα από τους αμερικανούς (δεν είναι τυχαίο ότι η σεναριακή πενία στο χόλιγουντ οδηγεί τους παραγωγούς σε κατά συρροή ισπανικά και ασιατικά ριμέικ) και οριακά εξαντλούν το νεογέννητο είδος εναρμονίζοντας με μαεστρία τη μορφή με την αφήγηση της ιστορίας.
Και μεταξύ μας τώρα, από το να βλέπουμε ένα σωρό μεταμεσονύκτιες αηδίες από τηλεμάρκετινγκ και τηλεπαιχνίδια για λοβοτομημένους μέχρι δημοσιογράφους να αναλύουν με σοβαροφάνεια τις εμφανίσεις εξωγήινων στην Ελλάδα, την προέλευση των Ελλήνων από τους Τιτάνες και δεν-ξέρω-ποιους και τα ροζ τηλεφωνήματα του κάθε πικραμένου, γιατί να μην αφιερώσουμε λίγο χρόνο στο δράμα μιας Ισπανίδας ρεπόρτερ; Κάτι καλύτερο θα ‘χει να μας πει η κακόμοιρη...

Αξιολόγηση: ***

9.11.08

Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ



YEAR OF THE DOG

Σκηνοθεσία: Μάικ Γουάιτ
Παίζουν
: Μόλι Σάνον, Πίτερ Σάρσγκααρντ, Ρετζίνα Κινγκ, Λόρα Ντερν, Τζον Ράιλι
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 93΄


Υπόθεση:Γεροντοκόρη γραμματέας που ζει την γαλήνια μεσοαστική ζωή των αμερικανικών προαστίων αγκαλιά με το σκυλάκι της, συντρίβεται συναισθηματικά όταν αυτό πεθαίνει από τοξική δηλητηρίαση, με συνέπεια να αρχίσει να ψάχνει λίγο περισσότερο το θέμα «ζωοφιλία».

Σατιρική κομεντί πάνω στην παράδοση του American Beauty, του Little Miss Sunshine και του κινηματογράφου του Ουές Άντερσον, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του σεναριογράφου του School of Rock και του Nacho Libre είναι μια γλυκόπικρη ματιά στη μοναξιά, την κενότητα, την υποκρισία, αλλά και το βαθύ ανθρώπινο δράμα πίσω από την φαινομενικά γυαλιστερή ζωή του μέσου Αμερικάνου. Η ταινία εστιάζει πάνω στο θέμα της προστασίας των ζώων και των δικαιωμάτων τους, ένα θέμα πολύ σημαντικό και εξίσου παραμελημένο. Η τελείως προβλέψιμη χολιγουντιανή δραματουργική καμπύλη δεν αποφεύγεται, το κέντρισμα όμως μένει, και αυτό είναι ένα μεγάλο κέρδος.

Σύμφωνα με τον «μπουρλοτιέρη» του Videodrome, τον Τριαντάφυλλο Μποσταντζή, θα πρέπει να σταματήσουμε να γράφουμε για ταινίες και να αρχίσουμε να γράφουμε για ιδέες. «Γράφουμε αυτό που είμαστε», ισχυρίζεται στο προηγούμενο τεύχος. Σωστά. Γι’ αυτό κι εγώ, που δεν είμαι κατά βάθος παρά ένας συγκαταβατικός αστός, ασκημένος να ανέχομαι τα πάντα και να σέβομαι τους πάντες, δεν μπορώ να βγω και να γράψω «αρχίστε να νοιάζεστε για τα ζώα», «χιλιάδες ζώα υποφέρουν αυτή τη στιγμή φρικτά βασανιστήρια σε πειραματικά εργαστήρια βιομηχανιών (όχι απαραίτητα για το καλό της ιατρικής, όχι, αυτό συχνά είναι το άλλοθι. Πάρα πολλά ζώα πεθαίνουν με ανυπόφορους πόνους μόνο και μόνο για χάρη μιας καλύτερης απόχρωσης κραγιόν, φερ’ ειπείν)» και άλλα παρόμοια. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να σας ανησυχήσω με απόψεις όπως ότι «η σύγχρονη εντατική κτηνοτροφική βιομηχανία έχει μετατρέψει τα ζώα σε άψυχες κρεατομηχανές με άγνωστες συνέπειες ακόμα και για την υγεία μας (θυμηθείτε τη νόσο Kreuzfeld-Jacobs)», όχι, μακριά από μας αυτά. Εμείς εδώ γράφουμε μόνο για ταινίες και σεβόμαστε απόλυτα όλους εσάς, που γνωρίζετε πολύ καλά για λογαριασμό σας πού ακριβώς πρέπει να στρέψετε τα ενδιαφέροντά σας και πού όχι. Δεν θα σας το πούμε εμείς. Έχετε διαβάσει το αριστουργηματικό «Τι ωραίο πλιάτσικο» του Τζόναθαν Κόου και ξέρετε. Όσο για εδώ, δεν έχουμε παρά μια ακόμα χαζοαμερικάνικη ταινιούλα η οποία, σύμφωνα με τον cheaplog του Movies for the Masses, δεν κάνει τίποτ’ άλλο «από το να αναλύει εξαιρετικά επίπονα και επανειλημμένα ότι όλες αυτές που βλέπεις να μαζεύουν 15 σκύλους και να ζουν όλη μέρα μαζί τους είναι τόσο πυροβολημένες όσο φαντάζεσαι, και ακόμα περισσότερο». Έτσι μπράβο. Κάτι πυροβολημένοι είναι οι φιλόζωοι. Τώρα μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι.

****

8.11.08

KM 31





Σκηνοθεσία: Ριγκομπέρτα Καστανέντο
Παίζουν: Λιανά Φοξ, Αντρία Κολλάντο, Ραούλ Μέντες
Διάρκεια: 103’



Κάποτε είχα γράψει εδώ στον «Εξώστη» πως φοβάμαι τα θρίλερ. Πως τρέμω, πως κοντεύω να τα κάνω πάνω μου όταν είμαι αναγκασμένος να δω μια «ταινία τρόμου». Μάλιστα είχα περιγράψει το πως οχυρώνομαι ενάντια στο φόβο: κλειδαμπαρώνω τις πόρτες, κοιτάω κάτω από το κρεβάτι μου για φαντάσματα, παίρνω αγκαλιά τον αρκούδο μου...


Αγαπητοί μου αναγνώστες, πλάκα έκανα... (και δυστυχώς παρεξηγήθηκα – κάποια «κυρία» έφθασε στο σημείο να διαδίδει τη φήμη πως αν μου κάνουν «μπου» πέφτω χάμω..). Πλάκα έκανα, γιατί αν δεν κάνουμε πλάκα δε μας σώζει τίποτα, μας πλακώνει η ύπαρξη. Σε γενικές γραμμές εμείς οι άνθρωποι, τα «κυρίαρχα υποκείμενα», δεν αποτελούμε τίποτα άλλο παρά ένα κράμα σοβαροφάνειας και ιδεοληψιών. Καλό είναι λοιπόν ανά τακτά διαστήματα να μας αυτό-αποδομούμε λίγο, να μας αυτοσαρκάζουμε μπας και μπει λίγος φρέσκος αέρας στα στεγανά της ύπαρξής μας.


Υπό αυτές τις σκέψεις λοιπόν, ένα θρίλερ δεν μπορεί να μας τρομάξει ποτέ και πουθενά. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να προκαλέσει ένα μειδίαμα στα χείλη μας – πως γίνεται και «τρομάζουμε» με ακίνητα καρέ παιγμένα σε γρήγορες ταχύτητες, με τέρατα και μανιακούς κρυμμένους σε ένα dvd;

Για να το επιβεβαιώσω, διάλεξα μια ταινία που φίλος μου την πρότεινε ως πολύ τρομακτική. Και πάλι δεν τρόμαξα (τώρα όπως προσέξατε καλλιεργώ νέο μύθο – πως είμαι Γενναίος!). Ωστόσο απόλαυσα μια ωραία, ατμοσφαιρική ταινία.


Πρόκειται για το θρίλερ «31ο Χιλιόμετρο». Στο 31ο χιλιόμετρο ενός επαρχιακού δρόμου του Μεξικό συμβαίνουν ανοίκεια πράγματα. Η ατμόσφαιρα κάπως σα να αλλάζει. Μπορεί να ακούσεις παράξενα θροΐσματα, να δεις εικόνες που είτε ανήκουν στην πραγματικότητα είτε τις γεννά το μυαλό είναι αρκούντως φριχτές. Και το κυριότερο, αν σταθείς εκεί έχεις πολλές πιθανότητες να σκοτωθείς από τα διερχόμενα αυτοκίνητα.


Η Αγκάτα θα κοντοσταθεί στο 31ο χιλιόμετρο. Λίγες ώρες μετά θα βρίσκεται στην εντατική του νοσοκομείου, με ακρωτηριασμένο το μισό της σώμα, με το πρόσωπο παραμορφωμένο από τους μόλωπες, έχοντας καταντήσει σπαρακτικό, εύθραυστο «τέρας». Η δίδυμη αδερφή της Καταλίνα, ο σύντροφός της και ο σύντροφος της Αγκάτα θα θελήσουν να εξιχνιάσουν το πως και το γιατί.

Διαρκείς επιστροφές στο επώδυνο σημείο της ασφάλτου, ένα τρομακτικό δάσος τριγύρω, ένας αστυνομικός που με εμμονή προσπαθεί να εξακριβώσει τι συμβαίνει, αστικοί μύθοι για ένα ποτάμι που διασχίζει υπογείως την παρακείμενη πόλη, ένας θρύλος από την εποχή των κονκισταδόρων.

Και θύματα, πολλά θύματα, αλλεπάλληλα θύματα. Οι δίδυμοι άνθρωποι μοιάζουν να ζουν πλεγμένοι μεταξύ τους με αδιόρατα νήματα που οι υπόλοιποι δεν αντιλαμβανόμαστε. Ακόμα και οι εραστές της Αγκάτα και της Καταλίνα μπερδεύονται όταν παν να φιλήσουν την «αγάπη τους».


Το σεναριακό τέλος της ταινίας είναι αμήχανο. Όμως η διαδρομή της είναι ατμοσφαιρική, γοτθικά και ταυτόχρονα μοντέρνα σκηνοθετημένη. Σε αρκετά σημεία μου θύμισε μάλιστα την πολύ καλή, περσινή «Νύχτα των Ηλιοτροπίων».


Πιο πολύ τρομάζω κοιτώντας τη ζωή μου – όχι κοιτώντας ταινίες. Μα είναι ωραίο που και που να αφήνεις τις τέχνες να σε υποβάλλουν στην ίδια σου την αποδόμηση.


Αξιολόγηση: * * *


Δημήτρης Δρένος

7.11.08

INSIDE




Σκηνοθεσία: Αλεξάντρ Μπουστίγιο, Ζουλιάν Μορί
Παίζουν: Άλισον Παραντί, Μπεατρίς Νταλ
Διάρκεια: 83


Σ’ ένα τρομακτικό τροχαίο η μερικών μηνών έγκυος Σάρα (Άλισον Παραντί) χάνει τον άντρα της (δεν τίθεται καμιά αμφιβολία περί τούτου, αφού το πρόσωπο του δυστυχούς Μάθιου έχει μπουρμπουλιάσει στο αίμα), αλλά όχι και το παιδί της! Ο χρόνος θα περάσει, η κοιλιά θα μεγαλώσει και οι γιατροί θα της ανακοινώσουν πως ήρθε η ώρα να γεννήσει. Η μελαγχολική μέλλουσα (;) μάνα με την ουλή στο πρόσωπο να υπενθυμίζει το φρικτό δυστύχημα θα περάσει το τελευταίο βράδυ στο σπίτι της. Και πολύ πιθανό να πρόκειται για το τελευταίο βράδυ της ζωής της, αφού μια μυστηριώδης γυναίκα (Μπεατρίς Νταλ) εμφανίζεται στο παραθύρι της και με διαβολική όρεξη θέλει να την κατασπαράξει. Βέβαια, αυτό που φαίνεται πραγματικά να αναζητά και μάλιστα με ανορθόδοξες μεθόδους, κουρνιάζει μάλλον στη θαλπωρή της μήτρας της Σάρα.
Χρειάστηκαν δυο σκηνοθέτες (ανάθεμά τους) για να στήσουν αυτό το απολαυστικότατο (αν είστε από αυτούς που θεωρούν απόλαυση να βλέπουν πώς μπορεί να καρφωθεί ένα χέρι στον τοίχο) σπλάτερ δωματίου! Μάλιστα. Σπλάτερ δωματιού ή μάλλον σπιτιού, αφού η δράση με εξαίρεση το πρώτο πεντάλεπτο περιορίζεται και αφηνιάζει στον ασφυκτικά περιορισμένο χώρο ενός διώροφου σπιτιού. Μιλάμε για παραδοσιακό σπλάτερ, στην παράδοση των παλιών καλών ταινιών του Αρτζέντο, όπου το αίμα και το πετσόκομμα είναι μακιγιάζ, σάλτσα και ευρηματικές πατέντες. Και φυσικά δεν υπάρχει η ελάχιστη σοβαρή σεναριακή αιτιολόγηση για το όργιο τολμηρής βίας που τελειωμό δεν έχει, παρά μόνο διακόπτεται για μερικά λεπτά υπό τις υπνωτικές μελωδίες μιας υποβλητικής ηχητικής επένδυσης προκειμένου να δημιουργηθεί η απαραίτητη ατμόσφαιρα απειλής και βεβαίως η προσμονή του επόμενου μακελειού! Σε άναρχες κι απρόβλεπτες σκηνές, η αιματοβαμμένη ετοιμόγεννη Σάρα δίνει όλο της το είναι προκειμένου να επιβιώσει, η σατανική γυναίκα (η Μπεατρίς Νταλ έξι χρόνια μετά το σοκαριστικό και κανιβαλιστικό “Trouble every day” της Κλερ Ντενί) μακελεύει όποιον μπαίνει στο σπίτι, και το δυναμικό γυναικείο ντουέτο στηρίζει επάξια μια επιτέλους πολύ καλή προσπάθεια αναβίωσης του σπλάτερ. Απ’ όλα έχει ο μπαξές: μητροκτονία (η Σάρα μες στην παραζάλη της τρυπάει από λάθος την καρωτίδα της μάνας της...!), κιλά αίματος (το οπλοστάσιο περιλαμβάνει μια άκρως αποτελεσματική μυτερή βέργα, μπαστούνι, τσεκούρι, χέρια, πόδια, σπρέι, φωτιά και... αυτοσχέδιο ακόντιο!), ακρωτηριασμούς, ξεκοιλιάσματα, λεσβιακές νύξεις, φετιχιστικούς ξυλοδαρμούς, κατάμαυρο χιούμορ κι ένα πολύ συμπαθητικά αρρωστημένο φινάλε.Όσοι θιασώτες του είδους (οι υπόλοιποι προχωρήστε με δική σας ευθύνη) θάψατε τις ελπίδες σας για το σπλάτερ στην εποχή των κατά συρροή αμερικάνικων ανοησιών, μπορείτε να χαμογελάσετε. Η Γαλλία ψιθυρίζει με νόημα πως ο κύκλος του αίματος δεν έκλεισε. Όχι ακόμα.