25.6.10

ΣΤΕΙΛΕ ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ


MANDA BALA - SEND A BULLET
Σκηνοθεσία: Τζέισον Κον

ΗΠΑ/Βραζιλία 2007. Διάρκεια: 85΄


Αν αναλογιστούμε ότι αυτό που πάνω απ’ όλα επιδιώκει μια ταινία μυθοπλασίας είναι να πείσει τον θεατή για την, δυνητική έστω, αλήθεια της, να πετύχει δηλαδή αυτό που στο Χόλιγουντ αποκαλούν “suspension of disbelief” – ελληνιστί «άρση της δυσπιστίας» - θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τελικά η απόλυτη ταινία μυθοπλασίας είναι το ντοκιμαντέρ. Γιατί το ντοκιμαντέρ είναι ακριβώς η ταινία που αντλεί εξ ολοκλήρου το υλικό της από την πραγματικότητα. Περιέργως όμως, όσο χρειάζεται η μυθοπλασία το ντοκιμαντέρ, δηλαδή την αλήθεια, άλλο τόσο χρειάζεται και το ντοκιμαντέρ την μυθοπλασία, δηλαδή το ψέμα, το «παραμύθιασμα», τη σκηνοθεσία. Η ωμή πραγματικότητα στερείται φόρμας, νοήματος, λογικού ειρμού. Είναι βαρετή, χύμα, άμορφη. Γι’ αυτό και το ντοκιμαντέρ αναγκάζεται να καταφεύγει ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο ασύστολα, σε τεχνικές της μυθοπλαστικής σκηνοθεσίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ντοκιμαντέρ που σας προτείνουμε σήμερα. Πρόκειται για ένα ταξίδι στη Βραζιλία, το οποίο εστιάζει σε δυο επιμέρους ζητήματα, σύμβολα της ευρύτερης παθογένειας της βραζιλιάνικης κοινωνίας. Το ένα είναι ένα τεράστιο σκάνδαλο υπεξαίρεσης δημόσιων κονδυλίων από έναν επιφανή πολιτικό της Βόρειας Βραζιλίας ονόματι Ζάντερ Μπαρμπάλιο. Το άλλο είναι το πρόβλημα των απαγωγών πλουσίων με σκοπό την απόσπαση λύτρων το οποίο μαστίζει ιδιαίτερα το Σάο Πάολο. Παρότι τα ζητήματα αυτά ηχούν αρκούντως σοβαρά και σκοτεινά, η προσέγγιση εμφορείται από έναν ανάλαφρο χαρακτήρα. Έντονα χρώματα, γρήγορο μοντάζ, κεφάτη βραζιλιάνικη μουσική. Ταυτόχρονα παρατηρούμε μια έντονη τάση για προβολή εντυπωσιακών εικόνων. Ο Μπαρμπάλιο φέρεται να είχε φτιάξει ένα εργοστάσιο εκτροφής βατράχων προκειμένου να ξεπλένει τα χρήματα που υπεξαιρούσε. Πλάνα από το εκτροφείο αυτό, με τα χιλιάδες βατράχια να αλληλοκατασπαράσσονται και αργότερα να γδέρνονται από τους υπαλλήλους κρεμασμένα στην κορδέλα παραγωγής συνοδεύουν σχεδόν κάθε αναφορά της ταινίας στον Μπαρμπάλιο, δημιουργώντας μια δυνατή οπτική μεταφορά για την μοίρα του πολυπληθούς υποπρολεταριάτου των βραζιλιάνικων παραγκουπόλεων. Από την άλλη, στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ τίθεται ένας πλαστικός χειρούργος που ειδικεύεται στην επικόλληση αυτιών που οι απαγωγείς κόβουν από τα θύματά τους. Η κάμερα θεωρεί σκόπιμο να διεισδύσει ακόμα και στην αίθουσα του χειρουργείου, προκειμένου να παρακολουθήσουμε από κοντά μια τέτοια ιατρική επιχείρηση. Εικόνες που μένουν στο μυαλό, που αποτροπιάζουν, που τρομοκρατούν. Φτηνός εντυπωσιασμός, από τη μια, έξυπνη αξιοποίηση του κινηματογραφικού μέσου από την άλλη. Έτερο άξιο αναφοράς χαρακτηριστικό είναι η «γιάνκικη», αμερικανοκεντρική προσέγγιση της ταινίας. Σκηνοθετημένη από Αμερικανό, η ταινία εστιάζει μεταξύ άλλων σε έναν νεαρό εύπορο αμερικάνο επιχειρηματία που διαμένει στο Σάο Πάολο, ο οποίος πάσχει από την χαρακτηριστικά δυτική νεύρωση της ασφάλειας, και προσπαθεί απεγνωσμένα να αποφύγει μια ενδεχόμενη απαγωγή. Η ταινία τον παρουσιάζει ουδέτερα, επιτρέποντας τόσο την ταύτιση μαζί του (αντίδραση πιθανότερη ίσως στις ΗΠΑ), όσο και την γελοιοποίησή του. Δύσκολα αποφεύγει κανείς έναν χαιρέκακο καγχασμό μπροστά στο «πρόβλημα» των επιπλέον εξόδων που συνεπάγεται η θωράκιση μιας Πόρσε. Τέλος, το οξύμωρο είναι ότι ενώ φαινομενικά η ταινία καταδικάζει τη βία, μοιάζει ταυτόχρονα να συναρπάζεται από αυτήν. Τα πλάνα πάσης φύσεως όπλων που έρχονται και επανέρχονται αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα μιας χαρακτηριστικά american νοοτροπίας και της κάπως ανεύθυνης υιοθέτησης μιας ταραντινικής αισθητικής, σύμφωνα με την οποία το Κακό μπορεί να καταπολεμηθεί με τη χρήση μιας καρτουνίστικης βίας, με περίστροφα, καραμπίνες και μυδραλιοβόλα. Allright. Η ταινία όμως τελικά αξίζει οπωσδήποτε μια θέαση, είναι επιτήδεια φτιαγμένη, συναρπαστική, και θεωρώ ότι προβληματίζει γόνιμα, θέτοντάς μας κατάμουτρα σε μια κοινωνική κακοήθεια που μοιάζει να μας αφορά ολοένα και περισσότερο.

***


13.6.10

Maradona by Kusturitsa



Σκηνοθεσία: Εμίρ Κουστουρίτσα

2008. Διάρκεια: 90΄


Μαραντόνα καρνάβαλε! Μαραντόνα Θεέ! Παρθένα της Γουαδελούπης! Παναγία της κόκας και Άγιο Πνεύμα των φτωχογειτονιών του Μπουένος Άιρες! Άγιε των γηπέδων! Καντηλανάφτη των νονών της Νάπολι! Μεγάλε Μαραντόνα, υπήρξες ακόμα και δήμιος της εθνικής του Αλκέτα Παναγούλια…

Μαραντόνα τρελέ! Κατεβάζεις κόσμο στις πορείες! Μοιράζεσαι το βήμα με τον Τσάβες και καπνίζεις μαζί με τον Φιδέλ! Κάνεις κωλοδάχτυλο και ένα ολόκληρο γήπεδο σε αποθεώνει! Δοκιμάζεις για πολλοστή φορά να πεθάνεις και όλοι κλαίνε! Μαραντόνα τσιγγάνε, εγωπαθή και ξέχειλε! Μπολιβάρ ήσουν ωραίος ως Έλλην, και Μαραντόνα εσύ είσαι ωραίος ως Βαλκάνιος!


Για αυτά και για άλλα τόσα, ο Εμίρ Κοστουρίτσα επί δύο χρόνια σκηνοθετούσε το ντοκιμαντέρ αυτό για τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, την «καλύτερη ταινία του κόσμου».

Πώς όμως σκηνοθετείς ένα ντοκιμαντέρ – δηλαδή μια ταινία τεκμηρίωσης – όταν θέμα σου είναι ένα φαινόμενο που οι τεράστιες διαστάσεις του οφείλονται σε εξω-λογικούς λόγους; Γιατί πράγματι, η ιστορία του Μαραντόνα θα μπορούσε απλά να είναι μια ιστορία ενός ταλαντούχου ποδοσφαιριστή – ίσως του καλύτερου που έπαιξε ποτέ – που έφθασε στο ζενίθ της επιτυχίας και έπειτα ζαλισμένος και άμυαλος κατρακύλησε στο ναδίρ των καταχρήσεων. Τέτοια συμβαίνουν, συνέβαιναν και θα συμβαίνουν. Πού βρίσκεται το ξεχωριστό λοιπόν; Γιατί έχει σημασία σήμερα κάποιος που κλώτσησε ένα τόπι για τελευταία φορά πριν από δεκαπέντε χρόνια;

Η ιστορία του Μαραντόνα έχει σημασία γιατί μαγικά συγκλίνει σε όλες τις αρχετυπικές δομές μιας ιστορίας που είναι ωραίο να την ακούς. Μια ιστορία για το πάμφτωχο αγόρι που έφτασε στην κορυφή και έπειτα τα γκρέμισε όλα. Για τον outsider που παίζει και απ’ τις δυο πλευρές του νόμου (το καλύτερο γκολ του αιώνα / το πιο παράνομο γκολ του αιώνα). Για την ενσάρκωση ενός φτωχού έθνους στις κινήσεις ενός παίκτη που παίρνει μες το γήπεδο τη συλλογική ρεβάνς για έναν πόλεμο που χάσαν από μια υπερδύναμη. Και τέλος, για την εξουσία του αυστηρότερου διαιτητή, του θανάτου, που ο Μαραντόνα καταφέρνει και ντριμπλάρει.


Είναι μια ιστορία που δε μετρά καθ’ αυτή. Μετρά ο συμβολικός και φαντασιακός αντίκτυπός της. Εκεί είναι που αποκτά το βάρος της, στη φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων αποκλεισμένων από τα κέντρα της δύναμης και του πλούτου. Η φτώχια θέλει καλοπέραση και θέλει σουρεαλισμό. Αυτό το γνωρίζει καλά ο Κουστουρίτσα. Το ’χει βιώσει στην πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων και το ’χει αποτυπώσει στη φιλμογραφία του.


Το ντοκιμαντέρ διανθίζεται από τις απίστευτες τελετουργίες της Εκκλησίας του Μαραντόνα (ναι υπάρχει τέτοια εκκλησία!) που ιερουργεί, παντρολογεί και δοξάζει με ναό ένα γήπεδο και ένα στριπτιζάδικο. Μεταξύ τους σε διάφορα κεφάλαια θα ξεδιπλωθεί η ιστορία του Μαραντόνα με τον Κουστουρίτσα να του παίρνει συνέντευξη.


Η ταινία δεν αγιοποιεί και ούτε καταδικάζει. Ο Μαραντόνα ήταν μια ιδιοφυΐα των γηπέδων και έξω από αυτά είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, με τις κοινοτυπίες του, τους μελοδραματισμούς του. Ο μύθος μεταλλάσσει το υλικό του και ο Κουστουρίτσα αναδεικνύει το ετερόκλητο μωσαϊκό του. Πλαισιώνει το ντοκιμαντέρ του (αν δε το γύριζε αυτός, ο επόμενος κατάλληλος θα ήταν ο Μάνου Τσάο) με τη δική του αφήγηση σε αγγλικά σλαβόφωνης προφοράς, μια αφήγηση ηρωική και πένθιμη για τον ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο Μαραντόνα και για ένα κόσμο που ανθίζει στη περιφέρεια του Κόσμου.


Ω, Μαραντόνα Προπονητή! Εκλιπαρώ. Μη μας ρίξετε πολλά με τον προφήτη σου το Μέσι, στη Νότιο Αφρική το Καλοκαίρι.


Αξιολόγηση (σπονδή εν όψει του μουντιάλ): * * * * * (5)



Δημήτρης Δρένος


12.6.10

ASTRO BOY


Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Μπάουερς
Ακούγονται: Νίκολας Κέητζ, Κρίστεν Μπελ, Σάμουελ Τζάκσον, Σαρλίζ Θερόν, Μπιλ Νάι, Ντόναλντ Σάδερνλαντ, Φρέντι Χάιμορ
Διάρκεια: 94’


Κινούμενα σχέδια! Μια ταινία «για τους μικρούς μας φίλους» όπως λένε. Μα και για τους μεγάλους. Τους πολιτικούς που αυτονομούνται από τη δημόσια σφαίρα κυβερνώντας με το βλέμμα στις δημοσκοπήσεις, τους επιστήμονες που ανακαλύπτουν για να ανακαλύπτουν, τους τεχνοκράτες που απορροφούν την αυτονομία μας ρυθμίζοντας τις ζωές μας, τις ζωές μας που εν τέλει τις ζούμε εις βάρος κάποιων άλλων. Κάποιων άλλων στην Αφρική και την Ασία που δε μένουν στις ωραίες μας πόλεις αλλά στις χωματερές τις ευημερίας μας.


Κάπου στο μέλλον η καταστροφή του περιβάλλοντος οδηγεί τους προνομιούχους να αποσπάσουν ένα βουνό από την επιφάνεια της γης και να το ανορθώσουν στον αέρα. Εκεί δημιουργείται η υπερσύγχρονη «Μέτρο», η μητρόπολη σύμβολο των μοντέρνων ονείρων και αρχιτεκτονικών σχεδιασμών μας. Στη Μέτρο οι καρποί του δεύτερου κύματος της ρομποτικής, ρομπότ ικανά να αναλάβουν το σύνολο της ανθρώπινης εργασίας – πλην του σχεδιασμού τους – υπηρετούν τους ανθρώπους.

Όπως όμως κάθε ειδύλλιο χρειάζεται την ανάμνηση ή την ύπαρξη μιας κόλασης, όπως κάθε σχεδιασμός χρειάζεται και αυτό «που δεν κολλάει στο σχέδιο», όπως κάθε παραγωγική διαδικασία παράγει τα απορρίμματά της, έτσι χρειάζεται μια γιγαντιαία χωματερή για τους ανθρώπους που δεν ανήκουν στη Μέτρο και τα ρομπότ που πάλιωσαν και από υπερχρήσιμα μετατρέπονται σε απολύτως άχρηστα. Αυτό είναι η «Επιφάνεια», δηλαδή η γη.

Τη Μέτρο κυβερνά ο Πρόεδρος Στόουν, ένας εξουσιομανής που ανησυχεί για την επανεκλογή του. Όταν ο Επιστήμονας Έλεφαντ ανακαλύψει δυο νέες μορφές ενέργειας, την Μπλε που ενέχει το σπέρμα του «καλού» και την Κόκκινη που ενέχει του «κακού», ο Πρόεδρος θα θελήσει με την κόκκινη να τροφοδοτήσει ένα υπερ-ρομπότ, βίαιο και κατασταλτικό, φόβητρο για τους εξωτερικούς εχθρούς της Επιφάνειας και σίγουρη οδό για την επανεκλογή του. Ο ουμανιστής Έλεφαντ θα αρνηθεί, όμως ο αρχετυπικός μοντέρνος επιστήμονας Τένμα δε θα διστάσει όταν ο πρόεδρος του υποσχεθεί «χρηματοδότηση για ό,τι θέλει». Όμως το κόκκινο ρομπότ – καθώς η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη όπως μας μάθαιναν στο σχολείο, η τεχνολογία έπεται της λογικής της και της πρόθεσης, αυτές καθορίζουν το τι θα ανακαλύψουμε – θα σκοτώσει το γιο του. Και τότε ο απελπισμένος Τένμα θα φτιάξει ένα πανομοιότυπο ρομπότ, με καρδιά του την μπλε ενέργεια, για να τον αναστήσει.

Είναι ο Άστρο Μπόυ. Ρομπότ για τους ανθρώπους και άνθρωπος για τα ρομπότ. Θα εξοριστεί μα δε θα βρει σπίτι ούτε στην Επιφάνεια. Θα βρει όμως συντρόφους και τελικά αυτό το μπάσταρδο του τεχνικού πολιτισμού θα νικήσει το υπερ-ρομπότ, τον Πρόεδρο και την κόκκινη ενέργεια σε μια τελική μάχη.

Πανέξυπνη ταινία και διεισδυτική αλληγορία. Δεν είναι τόσο στοχασμός για τα ηθικά ζητήματα που θα προέκυπταν σε μια εκρομποτισμένη κοινωνία όσο σχόλιο για το περιθώριο, τις κατώτερες τάξεις, τους απόβλητους και αναλώσιμους ανθρώπους. Τα ρομπότ του έργου γίνονται μετωνυμία για όλους τους δούλους, υπηρέτες, σκλάβους, κίτρινους, μαύρους, ινδιάνους και πακιστανούς που κάθε τόσο τους θεωρούμε υπάνθρωπους, ρομπότ χωρίς καλώδια και ανθρώπους χωρίς ψυχή. (προσέξτε τη σκηνή που αναφέρεται στο Σπάρτακο του Κιούμπρικ)


Το κείμενο κάπου εδώ τελειώνει και είναι φριχτά άνισο και μπερδεμένο. Μα μια καλή ταινία επιστημονικής φαντασίας οφείλει να σε μπερδεύει, να γίνεται το πειραματικό εργαστήριο των ενδεχομένων. Μια υπέροχη ταινία για τους μικρούς μας φίλους, για εμάς που μεγαλώσαμε και φυσικά ενάντια στους μεγάλους εχθρούς μας.


* * * *


Δημήτρης Δρένος

4.6.10

JAR CITY


Σκηνοθεσία: Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ

Παίζουν: Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον, Άτλι Ραφ Σίγκουρντσον, Τόρστιν Γκούναρσον

Ισλανδία, 2006. Διάρκεια: 94΄


Αστυνομικό θρίλερ σκληρό, νοσηρό, ατμοσφαιρικό, με μια πλοκή εύκολα προβλέψιμη, αλλά με αρκετή αφηγηματική επιτηδειότητα ώστε να το κρύβει εντέχνως, το Jar City μας ξανασυστήνει τον Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ, τον σκηνοθέτη που συνέβαλε αποφασιστικά στην αναγέννηση του ισλανδικού κινηματογράφου. Με τα 101 Ρέικιαβικ, ο Κορμάκουρ μας παρουσίασε μια Ισλανδία γεμάτη νεανικό παλμό, θετική ενέργεια και δωρεάν θέρμανση από τα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου που διαθέτει το απόμακρο αυτό νησί στην βορειοδυτική εσχατιά της Ευρώπης. Στο Jar City τα πράματα έχουν αλλάξει άρδην: Η Ισλανδία παρουσιάζεται τώρα σαν μια χώρα σκοτεινή και βλοσυρή, ένα τοπίο σεληνιακό, όπου οι ατμοί και τα αέρια που αναβλύζουν από την στέρφα γη δεν εκφράζουν πλέον το όνειρο μιας φτηνής ενεργειακής πηγής, αλλά τον εφιάλτη μιας κοινωνίας απόκοσμης, εσωστρεφούς, με καλά κρυμμένα μυστικά και ανθρώπους που στοιχειώνονται από μια ενέργεια δαιμονική.

Η ταινία βασίζεται στο γνωστό μοτίβο του αστυνομικού που ερευνά ένα φόνο. Ο Έρλαντουρ είναι ένας ακόμα σκληροτράχηλος, μισανθρωπικός ντετέκτιβ, που κρύβει πίσω από την εργασιομανία του και την επαγγελματική του ευσυνειδησία την πλήρη αποτυχία της προσωπικής του ζωής. Καλείται να διερευνήσει τον φόνο ενός περιθωριακού ατόμου, που μοιάζει να μην είναι τίποτα παραπάνω από ένας απόκληρος της ζωής εθισμένος στην πορνογραφία. Εκκινώντας από τη φωτογραφία του μνήματος ενός παιδιού που εντοπίζει στο διαμέρισμά του, ο Έρλαντουρ θα επιχειρήσει να ξετυλίξει το νήμα του δράματος της ζωής αυτού του ανθρώπου, προκειμένου να διαλευκάνει το μυστήριο της δολοφονίας του. Στην υπόθεση εμπλέκεται επίσης και ο Ορν, ένας πονεμένος πατέρας που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει κάποια θεραπεία για την μικρή του κόρη, η οποία πάσχει από μια ανίατη θανατηφόρο ασθένεια. Στην πραγματικότητα, το θέμα του πονεμένου πατέρα, της αποτυχίας της οικογένειας και του κατατρεγμού από τους δαίμονες ενός αναπόδραστου παρελθόντος αποτελούν κυρίαρχα μοτίβα του έργου. Η Ισλανδία παρουσιάζεται σαν ένα περίκλειστο νησί-παγίδα, με λιγοστούς κατοίκους που αναπόφευκτα διαπλέκονται μεταξύ τους με νήματα που συχνά δεν θέλουν καθόλου να θυμούνται. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από κανέναν και τίποτε, αργά ή γρήγορα η νέμεση έρχεται, και είναι σκληρή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και το δευτερεύον μοτίβο της έρευνας του γενετικού υλικού, μοτίβο που εμπνέεται μάλιστα από ένα υπαρκτό πρότζεκτ της ισλανδικής κυβέρνησης, το οποίο έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις. Jar City είναι μια τεράστια υπηρεσία στην οποία υποτίθεται πως φυλάσσεται το γενετικό υλικό όλων των κατοίκων της χώρας. Η πρόσβαση στο αρχείο αυτό, νόμιμη ή ίσως και παράνομη, μπορεί να δώσει ουκ ολίγες πληροφορίες σε πληθώρα ερωτημάτων σχετικά με την αληθινή ταυτότητα, την κατάσταση της υγείας και το γενεαλογικό δέντρο του οποιουδήποτε. Εδώ η Ισλανδία της εσωστρέφειας και της παράδοσης συναντά σε έναν μάλλον παρά φύση γάμο την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Το μόνο που λείπει από την ταινία είναι μια μικρή έστω νύξη στις οικονομικές δομές της χώρας. Μήπως τελικά εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού εδράζεται το αληθινό «κακό» της ισλανδικής κοινωνίας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ξεπερνά όμως τις προθέσεις και την εμβέλεια του καλοφτιαγμένου κατά τ’ άλλα θρίλερ του Κορμάκουρ.


***