20.5.10

ΣΚΑΝΔΑΛΟ


THE WALKER

Σκηνοθεσία: Πωλ Σρέντερ
Παίζουν: Γούντι Χάρελσον, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Γουίλιαμ Νταφόε, Λορίν Μπακόλ

ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 104
΄

Όλα αλλάζουν σ’ αυτόν τον κόσμο... Τα τηλεοπτικά σόου «βάζουν τα ρούχα τους αλλιώς» για να κρατήσουν τους δείκτες ψηλά. Έτσι, και το videodrome αποφάσισε να πειραματιστεί. Ας μην είμαστε όμως τόσο κυνικοί. Το θέμα μας δεν είναι η αναγνωσιμότητα αλλά το τι νόημα έχει τελικά μια κριτική. Μήπως είναι μονοδιάστατη; Μήπως μιλά μόνο ο κριτικός και όχι το έργο; Έτσι αποφασίσαμε να συζητήσουμε τρεις από μας, στο msn, για το έργο. Και να που μας πήγε ο διάλογος…

(ΥΠΟΘΕΣΗ: ένας ομοφυλόφιλος συνοδός πλούσιων κυριών γίνεται ύποπτος για φόνο ενώ η Ουάσιγκτον βράζει από πολιτικές αντιπαραθέσεις)


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ομολογώ πως δεν πολυκατάλαβα την ίντριγκα του έργου…

ΣΩΤΗΡΗΣ: Η ίντριγκα ήταν πρόσχημα για τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή. Και των γυναικών που τον πλαισιώνουν, αν και σε μικρότερο βαθμό.

ΠΑΝ: Υπάρχει και πολιτικό σχόλιο στην ταινία, δε θα πρέπει να παραμείνουμε μόνο σε ένα ψυχολογικό περίβλημα.

ΣΩΤ: Εγώ πιστεύω πως η ίντριγκα και το πολιτικό στοιχείο είναι δευτερεύοντα. Ενδιαφέρον δεν έχει το τι γίνεται αλλά η μορφή και η παρουσίαση. Το βραδυφλεγές μυστήριο. Ένα ψέμα που υπάρχει και δεν υπάρχει, κανείς δεν ξέρει που είναι, το προσεγγίζουμε μα δεν το αγγίζουμε. Είναι μια ταινία για την κατασκευή του ψέματος και της υποκρισίας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Με εντυπωσίασε η ταινία! Ξεκινά με έναν ευφυή, συμβολικό διάλογο. Επί 5 λεπτά το πλάνο δε δείχνει τους ήρωες που μιλούν, αλλά τις ταπετσαρίες που θυμίζουν Βερσαλλίες. Κουβεντούλα γριών αστών γυναικών. Οι άντρες κάπου ασχολούνται με την πολιτική. Αντρική, βρώμικη δουλειά. Και ο ήρωας, βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα.

ΣΩΤ: Ένας άντρας υβρίδιο.

ΔΗΜ: Γλυκερός και γλυκός, κομψός και με ανατροφή. Δεν είναι σαν εκείνους. Μα ούτε είναι και γυναίκα. Και μετά είναι το πολιτικό σχόλιο. Για μια Αμερική που άλλαξε άρδην και υποδόρια μετά την 11/9. Η σκληρότητα της εξουσίας μα και το soft power του σαβουάρ βιβρ.

ΠΑΝ: Εγώ πάλι βλέπω αδυναμίες. Πολλές σκηνές δεν πιστεύω πως θεμελιώνονται ψυχολογικά.

ΣΩΤ: Γιατί; Είναι ένα παιχνίδι ψέματος και καλών τρόπων. Γυναίκες παγιδευμένες στο «οικογενειακό οικοδόμημα»

ΠΑΝΑΓ: Πώς σας φάνηκε ο ήρωας; Αυτή η σκιά του πατέρα του, λίγο υπερβολική δεν είναι;

ΣΩΤ: Συμπαθής. Είναι από τα λίγα μη υπερβολικά στοιχεία της ταινίας

ΔΗΜ: Εγώ νομίζω ότι αποτελεί την ενσάρκωση της κοινότητας των Δημοκρατικών της Αμερικής. Γοητευτικοί, χαρισματικοί, κοντά στο Ευρωπαϊκό στυλ, μα και τόσο «φλώροι»… Και ταυτόχρονα αποτελεί την καρικατούρα που στηλιτεύουν διαχρονικά οι ρεπουμπλικάνοι.

ΠΑΝ: Δε θα συμφωνούσα με αυτή τη διάκριση ρεπουμπλικάνων – δημοκρατικών…

ΣΩΤ: Βασικά η Αμερική φαίνεται να έχει κολλήσει σε μια μετεμφυλιακή κατάσταση μεταφερμένη στο σήμερα.

ΠΑΝ: Να συνοψίσουμε;

ΣΩΤ: Πιο πολύ μου άρεσε ο χαρακτήρας του ήρωα. Ο εγκλωβισμός σε μια μοναξιά που θέλει να αποφύγει. Η καταπίεση του πατρικού προτύπου, το γεγονός ότι ένας άντρας πρέπει να κάνει κάτι μεγάλο και όχι να κάθεται σαν ... γυναικούλα.

ΔΗΜ: Νομίζω πως πολιτικό και ψυχολογικό διαπλέκονται. Ως ομοφυλόφιλος – καλλιεργημένος και απόβλητος – ζει μια πιο εσωτερική, ευαίσθητη ζωή. Δυσπιστεί για τους βίαιους πολιτικούς και αυτοί τον θεωρούν γελωτοποιό πολυτελείας. Το φιλμ είναι ένα ψυχογράφημα. Ο ψυχισμός του από ένα αρχικό εσωτερικό ναδίρ φθάνει σε ένα εξωτερικό ηρωικό ζενίθ που προκαλείται από τη βίαιη είσοδο της πολιτικής της - μετά την 11/9 - Αμερικής στη ζωή του.

ΠΑΝ: Και μήπως η μόνη αληθινή αγάπη της ταινίας είναι αυτή για τη γάτα του;!

ΔΗΜ: … που τη λένε Λάνσελοτ – ο πιο ρομαντικός από τους ιππότες της στρογγυλής τραπέζης!

ΣΩΤ: Μπα! Νομίζω πως αγαπά τον φίλο του!

(φωνή εξ’ ουρανού): Μας πρήξατε! Βαθμολογείστε!

ΠΑΝ: 3
ΣΩΤ: 4
ΔΗΜ: 5

(και τώρα που δε μ ακούν οι άλλοι δυο, σας λέω, είναι καταπληκτική ταινία!)


Μέσος όρος αξιολόγησης: * * * * (4)

Παναγιώτης Κιούσης
Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος

Δημήτρης Δρένος

1.5.10

LEONERA


ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΛΟΝΤΑΡΙΟΥ

Σκηνοθεσία: Πάμπλο Τραπέρο
Παίζουν: Μαρτίνα Γκούσμαν, Έλι Μεδέιρος, Λάουρα Γκαρθία

Αργεντινή, 2008. Διάρκεια: 113΄


Ο συνήθης συνειρμός όταν ακούει κανείς για ταινία σε γυναικείες φυλακές είναι το ελαφρύ πορνό, και μάλιστα με έντονα λεσβιακό χαρακτήρα και σαδομαζό αποχρώσεις. Όπως στην πραγματική ζωή, έτσι και στον κινηματογράφο οι κρατούμενες είναι εύκολα θύματα για εκμετάλλευση. Προσφέρονται για ερεθιστικό θέαμα. Κι αν τυχόν ο σκηνοθέτης δεν θέλει να εκτεθεί πολύ, μπορεί να το γυρίσει σε σκληρή περιπέτεια. Ή σε κραυγαλέο μελόδραμα. Ακόμα όμως και με έντονη την επίφαση του «κοινωνικού προβληματισμού», ή της καταγγελίας (ωραίο άλλοθι κι αυτό), ο exploitative, εκμεταλλευτικός χαρακτήρας παραμένει. Ακριβώς αυτό το στοιχείο είναι που λείπει από την εξαιρετική ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα. Παρότι πρόκειται για μια ακραία ιστορία με έντονα συναισθήματα, την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που παρασύρεται σε μια υπόθεση δολοφονίας, γεννά μέσα στη φυλακή και αργότερα αγωνίζεται να κρατήσει την κηδεμονία του παιδιού της, ο σκηνοθέτης δεν αποσκοπεί ούτε στην εύκολη συγκίνηση του θεατή, ούτε πολύ περισσότερο στον ερεθισμό του. Τα πράγματα παρουσιάζονται με απλότητα και φυσικότητα. Οι κρατούμενοι, ακόμα κι οι δολοφόνοι, είναι άνθρωποι σαν κι εμάς. Ίδιες ανάγκες έχουμε όλοι. Και πιθανότατα όλοι θα μπορούσαμε, κάτω φυσικά από τις κατάλληλες συνθήκες, να βρεθούμε στη θέση τους. Και βέβαια, μια μάνα είναι πάντα μια μάνα. Είτε είναι ένοχη δολοφονίας είτε όχι. Είτε βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, είτε έξω απ’ αυτή, περιορισμένη πάντως από τις εκάστοτε συμβάσεις της κοινωνίας. Η κάμερα απλώς καταγράφει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με προσοχή και προσήλωση, όχι όμως και ψυχρότητα. Αφουγκράζεται με ευαισθησία. Και αφήνει τα συμπεράσματα στον θεατή. Κι αυτή ακριβώς είναι η δεύτερη μεγάλη αρετή της. Δεν επεξηγεί, δεν δραματοποιεί, δεν εκβιάζει σκέψεις ή συναισθήματα. Όταν δείχνει για παράδειγμα ένα χάδι, δεν πλησιάζει την κάμερα υπερβολικά για να δούμε πόσο τρυφερό ή όμορφο είναι. Όλοι ξέρουμε ότι τα χάδια είναι τρυφερά και όμορφα. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Ούτε προσθέτει από πίσω μελιστάλαχτη μουσική για να μας κάνει να νιώσουμε τρυφερότητα σαν τα σκυλάκια του Παβλόφ. Μας αφήνει ελεύθερους να νιώσουμε ό,τι θέλουμε. Ούτε έχει πολλά λόγια και επεξηγηματικούς διαλόγους. Όποιος έχει μάτια βλέπει. Κι όποιος έχει φαντασία φαντάζεται. Υπάρχει κάτι βαθιά ανθρωπιστικό σ’ αυτή τη στάση, κάτι που αφορά στην αντιμετώπιση από τους δημιουργούς της ταινίας τόσο των ηρώων της, και κυρίως της γοητευτικής και περήφανης κεντρικής ηρωίδας-μάνας, όσο και των θεατών της. Η ταινία σέβεται και τους μεν και τους δε. Προσεγγίζει τις πρωταγωνίστριές της με ενδιαφέρον και κατανόηση, χωρίς όμως διάθεση ούτε να τις ηρωοποιήσει, ούτε να εκμεταλλευτεί τα πάθη ή τα προβλήματά τους. Από την άλλη, αντιμετωπίζει τους θεατές ως νοήμονες ανθρώπους, ικανούς να βγάλουν μόνοι τους τα συμπεράσματά τους. Δεν τους τα υπαγορεύει. Ασκεί την υψηλή τέχνη του υπονοούμενου, της αφηγηματικής έλλειψης, του κενού που εμείς καλούμαστε να συμπληρώσουμε. Σεβασμός στον άνθρωπο, σεβασμός στον θεατή. Μεγάλη υπόθεση.

****