20.12.09

ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΠΟΤΑΜΙ


FROZEN RIVER

Σκηνοθεσία: Κόρτνεϊ Χαντ

Παίζουν: Μελίσα Λίο, Μίστι Άπχαμ, Τσάρλι Μακ Ντέρμοτ

ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 97΄


Πίσω από την Αμερική του Χόλιγουντ, με τα πλούσια προάστια, τις μονοκατοικίες με γκαζόν, τις λιμουζίνες και τις κοσμικές παραλίες του Μάλιμπου κρύβεται μια άλλη Αμερική, η «βαθιά» Αμερική, η Αμερική της ανεργίας, της φτώχιας, της λαθρομετανάστευσης, της ταξικής και εθνοτικής ανισότητας. Σ’ αυτήν την άλλη χώρα, που είναι και κατά πολύ μεγαλύτερη, οι άνθρωποι ζουν σε τροχόσπιτα κι η επιβίωση είναι ένας καθημερινός αγώνας. Συχνά η προσφυγή στην παρανομία είναι γι’ αυτούς μια αναγκαιότητα. Όπως για την Ρέι, την ηρωίδα του Παγωμένου ποταμιού. Μεγαλώνει μόνη τα δυο της παιδιά, καθώς ο άνδρας της επιστρέφει στο σπίτι μόνο για να τους πάρει τα λεφτά προκειμένου να ικανοποιήσει το πάθος του για τον τζόγο. Πρέπει να βρει επειγόντως χρήματα για να πληρώσει τη δόση για το τροχόσπιτο στο οποίο ζουν ξεπαγιάζοντας στον πολικό χειμώνα των αμερικανοκαναδικών συνόρων, ειδάλλως θα τους το βγάλουν σε πλειστηριασμό. Είναι στριμωγμένη, δεν έχει περιθώρια. Παρομοίως και η έτερη ηρωίδα, η ινδιάνα Λίλα. Ζει μόνη σε τροχόσπιτο. Η φυλή της την έχει κρίνει ανήμπορη να μεγαλώσει το μωρό της, το οποίο βρίσκεται στα χέρια της πεθεράς της. Πρέπει να βρει χρήματα για να μπορέσει να το πάρει πίσω. Οι δυο γυναίκες ξεκινούν μια αναγκαστική συνεργασία. Περνούν λαθραία μετανάστες μέσα από την επικράτεια των ινδιάνων Μοχόκ, που αποτελεί κάτι σαν «άσυλο» για την Αστυνομία, πάνω από τον παγωμένο ποταμό Σεντ Λόρενς στον Καναδά. Ανά πάσα στιγμή ο πάγος μπορεί να σπάσει και να βρεθούν στον πάτο του ποταμού. Παρόμοιες είναι και οι ισορροπίες στη σχέση τους. Ξεκινά τελείως εχθρική, συνεχίζεται με αμοιβαία καχυποψία, χαλυβδώνεται σε αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμό μέσα από τις δυσκολίες και τα προβλήματα. Το τέλος τις βρίσκει ενωμένες κάτω από την ανώτερη δύναμη της μητρότητας. Η ταινία αποτελεί κλασσικό δείγμα καλού Ανεξάρτητου Αμερικάνικου κινηματογράφου. Θίγει όλα σχεδόν τα βασικά κοινωνικά προβλήματα. Ανεργία και φτώχια, παράνομη μετανάστευση, εθνοτικές διαφορές. Παρουσιάζει μια εξαντλητικά ρεαλιστική αναπαράσταση της «άλλης» Αμερικής, με ιδιαίτερη έμφαση στη λεπτομέρεια. Τα ψυχολογικά πορτρέτα όλων των ηρώων είναι πολύ καλά μελετημένα. Ειδικά η Μελίσα Λίο δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία στο ρόλο της Ρέι, για την οποία προτάθηκε μάλιστα και για Όσκαρ. Πάνω απ’ όλα όμως η ταινία είναι ένας ύμνος στην γυναικεία συντροφικότητα. Αυτό είναι ίσως το στοιχείο που απογειώνει την ταινία και την διαφοροποιεί. Αυτό που χαλυβδώνει τους ανθρώπους είναι η ένωση, η μεταξύ τους σύμπνοια, η αλληλοκατανόηση και η συνεργασία. Απαιτούνται όμως γερά κότσια για κάτι τέτοιο…

***

6.12.09

ΜΠΡΟΥΝΟ


BRÜNO

Σκηνοθεσία: Λάρι Τσαρλς

Παίζουν: Σάσα Μπάρον Κοέν, Γκούσταφ Χάμαρστεν


Από τη στήλη αυτή συνηθίζουμε να παρουσιάζουμε ταινίες που δεν είχαν την ευκαιρία να προβληθούν στη μεγάλη οθόνη, όμως νομίζουμε ότι για τον Μπρούνο, την τελευταία εξτραβαγκάντσα του Σάσα Μπάρον Κοέν, αξίζει τον κόπο να κάνουμε μια εξαίρεση. Η ταινία προβλήθηκε κατακαλόκαιρο στην πόλη μας, με αποτέλεσμα να μην τύχει της προσοχής που της άξιζε και να μην μπορέσουμε να την σχολιάσουμε καθόλου κι εμείς εδώ στον εξώστη. Μετά τον Μπόρατ, λοιπόν, ο σπουδαίος άγγλος κωμικός ενσαρκώνει με την γνωστή του ολοκληρωτική αφοσίωση μια άλλη περσόνα, τον γκέι αυστριακό ρεπόρτερ μόδας Μπρούνο. Ο Μπρούνο, fashion victim, λυσσάρα και ψωνάρα, αγωνίζεται με κάθε τρόπο να γίνει διάσημος. Προσπαθεί να πάρει συνεντεύξεις από διάσημους (καταφέρνει να φτάσει μέχρι την Πόλα Αμπντούλ), να γίνει ηθοποιός στο Χόλιγουντ (φτάνει μέχρι τηλεοπτικός κομπάρσος), να λύσει το Μεσανατολικό (καταφέρνει να κάνει έναν Εβραίο και έναν Παλαιστίνιο να συμφωνήσουν ότι το χούμους είναι υγιεινό), να παγιδεύσει έναν πολιτικό σε μια βιντεοκασέτα που να περιέχει τις ερωτικές τους περιπτύξεις (τρώει χυλόπιτα). Όλ’ αυτά βέβαια με βαθύτερο σκοπό να φέρει σε δύσκολη θέση, να εκθέσει και να κάνει να ντραπούν όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται. Και μαζί μ’ αυτούς κι εμάς. Η μέθοδός του, βγαλμένη από την τηλεόραση, θυμίζει φάρσες και τεχνικές κρυφής κάμερας. Το είδος του είναι η παρωδία του ντοκιμαντέρ, το mockumentary. Παριστάνοντας τον Μπρούνο προβοκάρει τους εκάστοτε συνομιλητές του, οι οποίοι δεν γνωρίζουν (ή μήπως παριστάνουν ότι δεν γνωρίζουν;) ότι στην πραγματικότητα έχουν να κάνουν με τον Σάσα Μπάρον Κοέν. Ώρες-ώρες καταφέρνει να αποκαλύψει έτσι πόσο κομφορμιστές μπορούμε να γίνουμε εμείς οι άνθρωποι, πόσο άκριτα αποδεχόμαστε την πραγματικότητα χωρίς να την υποβάλουμε κατ’ ελάχιστο σε κρίση. Η Πόλα Αμπντούλ π.χ. δέχεται αδιαμαρτύρητα να κάτσει στην… πλάτη ενός κομπάρσου πεσμένου στα τέσσερα ο οποίος παριστάνει την πολυθρόνα. Από τη θέση αυτή μιλά για το πόσο σημαντική είναι η… ανθρωπιστική της δράση. Σε ένα άλλο επεισόδιο (γιατί επεισοδιακής μορφής είναι η ταινία), ο Μπρούνο οργανώνει μια φωτογράφηση με μωρά, και οι γονείς τους, προκειμένου να πάρουν τη δουλειά, αποδέχονται ενυπόγραφα ότι τα παιδιά τους μπορούν να εκτεθούν στη θέα νεκρών ζώων, να τσιμπηθούν από μέλισσες, ή να τους γίνει… λιποαναρρόφηση. Τελικά όμως κύριος σκοπός αυτού του τύπου κωμωδίας δεν είναι οποιοδήποτε ηθικοπλαστικό μήνυμα, αλλά το ακριβώς αντίθετο, το γκρέμισμα κάθε τι ιερού και όσιου, σεβαστού ή αποδεκτού. Μια άνευ όρων επίθεση στην πολιτική ορθότητα, στην ηθική, στην λογική. Όσοι επομένως περιμένουν μηνύματα κατά της ομοφοβίας μάλλον θα απογοητευτούν. Ο Μπρούνο απλώς δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Από την άποψη αυτή ιδιαίτερα αποτυχημένο είναι νομίζουμε το τέλος της ταινίας, όπου ο Μπρούνο γυρίζει ένα βίντεο-κλιπ με την συμμετοχή διασημοτήτων όπως ο Μπόνο, ο Στινγκ και ο Σνουπ Ντογκ. Μ’ αυτούς ο Μπρούνο αποφεύγει οποιοδήποτε προβοκάρισμα, δείχνοντας έτσι ότι στα δύσκολα κωλώνει. Γιατί έναν ευαγγελιστή κήρυκα που ειδικεύεται στη μεταστροφή γκέι ανδρών σε στρέιτ με συμβουλές του τύπου «να μην ακούτε Village People και να σκέφτεστε το Χριστό» είναι πανεύκολο να τον γελοιοποιήσεις, η μαγκιά σου θα φανεί με τον Μπόνο. Από την άλλη, θα ήμασταν άδικοι αν δεν αναγνωρίζαμε θάρρος στον Σάσα Μπάρον Κοέν. Υποδύεται το ρόλο του με απόλυτη αυταπάρνηση, μέχρι και αποτρίχωση στον πρωκτό τον βλέπουμε να κάνει, ενώ το να περιφέρεσαι στην Ιερουσαλήμ με αμφίεση ραβίνου από τη μέση και πάνω και από κάτω… ζαρτιέρες δεν είναι ό,τι πιο ασφαλές για τη σωματική σου ακεραιότητα, όπως και να το κάνουμε…

***

3.12.09

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΥΟΥΓΕΝΝΩΝ


UN CONTE DE NOEL

Σκηνοθεσία: Αρνό Ντεπλεσέν
Παίζουν: Ματιέ Αμαλρίκ, Κατρίν Ντενέβ, Κιάρα Μαστρογιάνι, Μελβίλ Πουπό, Ζαν Πολ Ρουσιγιόν
Γαλλία, 2008
Διάρκεια: 150’

Υπόθεση: Πλησιάζουν Χριστούγεννα και στο επιβεβλημένο εορταστικό τραπέζι πρόκειται να μαζευτεί ολόκληρη η πολυπληθής οικογένεια Βιγιάρ. Το σαββατοκύριακο στο πατρικό σπίτι προμηνύεται εκρηκτικό: η επίπονη ανάμνηση ενός αδερφού που πέθανε από ανίατη ασθένεια σε μικρή ηλικία πλανάται πάντα πάνω από τα μέλη της οικογένειας, ενώ η δυσάρεστη είδηση μιας νέας αρρώστιας θα έρθει να προστεθεί στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα που επικρατεί ανάμεσα στους υπολοίπους. Κανείς δεν περιμένει με ανυπομονησία αυτή τη «Νύχτα Χριστουγέννων», όλοι φοβούμενοι το αρνητικό κλίμα και την αναπόφευκτη έκρηξη -όμως χάρη στην εξομολογητική διάθεση, την ωμή ειλικρίνεια, τους μικροτσακωμοούς που αμβλύνουν τις εντάσεις και τελικά χάρη στους ιδιαίτερους αλλά ουσιαστικούς δεσμούς οικογένειας που δένουν αυτούς τους φαινομενικά ανυπόφορους χαρακτήρες, θα προκύψει μια αναπάντεχα χιουμοριστική, αποκαλυπτική και τελικά λυτρωτική συνάντηση χαρακτήρων, που πατάει σταθερά τόσο στη γαλλική κινηματογραφική παράδοση της νουβέλ βαγκ όσο και στα θεατρικά οικογενειακά ψυχογραφήματα των μεγάλων σκανδιναβών.

Αντίθετα με τις συνήθεις κινηματογραφικές δυσλειτουργικές οικογένειες που προσπαθούν να κρύψουν άτσαλα και βιαστικά τα υπαρκτά προβλήματά τους κάτω από το χαλί (καταλήγοντας σε δραματικές εκρήξεις τύπου «Festen»), η οικογένεια Βιγιάρ είναι μάλλον πιο κοντά στην οικογένεια Tenenbaum. Τα οικογενειακά πάθη και μίση έχουν από καιρό βγει στην επιφάνεια και τα μέλη της οικογένειας έχουν μάθει να αποδέχονται (όχι χωρίς αντίσταση βεβαίως) τη δυσλειτουργία τους.
Μια οικογενειακή συγκέντρωση είναι εκ των προτέρων βέβαιο ότι θα προκαλέσει εντάσεις και τσακωμούς, γι’ αυτό και όλοι πηγαίνουν προετοιμασμένοι για μάχη σ’ αυτό το εορταστικό «ναρκοπέδιο». Χωρίς σε κανένα σημείο να προσπαθεί να ωραιοποιήσει τους χαρακτήρες του, ο δεξιοτέχνης Ντεπλεσέν (τα παιχνίδια του με την κάμερα είναι πραγματικά απολαυστικά και απολύτως λειτουργικά στην εξέλιξη της ιστορίας) τους αντιμετωπίζει με κατανόηση και τους περιβάλλει σχεδόν με στοργή, καθώς ξεδιπλώνουν μπροστά στην κάμερα, πολλές φορές απευθυνόμενοι προς τους θεατές και σε πρώτο πρόσωπο, τις προβληματικές τους προσωπικότητες. Ξεκινώντας από το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας, το μέθυσο και αθυρόστομο Ανρί (εξαιρετικός ο εκφραστικότατος Ματιέ Αμαλρίκ), μέχρι την κλειστή, απρόσιτη μητρική φιγούρα της «βασίλισσας» Κατρίν Ντενέβ, που παρακολουθεί αποστασιοποιημένα αυτό το σκληρό θέατρο του παραλόγου -στου οποίου τη δημιουργία έχει αναμφίβολα συμβάλλει-, χωρίς να προσπαθεί να συμφιλιώσει τα παιδιά της, όλα τα μυστικά και φανερά προβλήματα πέφτουν στο τραπέζι, χωρίς μάσκες, χωρίς προσποιητές αβροφροσύνες. Με ένα επιμύθιο διδακτικό μα όχι προφανές, το φιλμ του Ντεπλεσέν δεν είναι το συμβατικό χριστουγεννιάτικο παραμύθι των γιορτών, είναι όμως μια ιστορία οικογενειακής αγάπης αλά γαλλικά, ταιριαστή σε κάθε εποχή, εορταστική ή μη.

Αξιολόγηση ****