MANDA BALA - SEND A BULLET
Σκηνοθεσία: Τζέισον Κον
ΗΠΑ/Βραζιλία 2007. Διάρκεια: 85΄
Σκηνοθεσία: Εμίρ Κουστουρίτσα
2008. Διάρκεια:
Μαραντόνα τρελέ! Κατεβάζεις κόσμο στις πορείες! Μοιράζεσαι το βήμα με τον Τσάβες και καπνίζεις μαζί με τον Φιδέλ! Κάνεις κωλοδάχτυλο και ένα ολόκληρο γήπεδο σε αποθεώνει! Δοκιμάζεις για πολλοστή φορά να πεθάνεις και όλοι κλαίνε! Μαραντόνα τσιγγάνε, εγωπαθή και ξέχειλε! Μπολιβάρ ήσουν ωραίος ως Έλλην, και Μαραντόνα εσύ είσαι ωραίος ως Βαλκάνιος!
Για αυτά και για άλλα τόσα, ο Εμίρ Κοστουρίτσα επί δύο χρόνια σκηνοθετούσε το ντοκιμαντέρ αυτό για τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, την «καλύτερη ταινία του κόσμου».
Πώς όμως σκηνοθετείς ένα ντοκιμαντέρ – δηλαδή μια ταινία τεκμηρίωσης – όταν θέμα σου είναι ένα φαινόμενο που οι τεράστιες διαστάσεις του οφείλονται σε εξω-λογικούς λόγους; Γιατί πράγματι, η ιστορία του Μαραντόνα θα μπορούσε απλά να είναι μια ιστορία ενός ταλαντούχου ποδοσφαιριστή – ίσως του καλύτερου που έπαιξε ποτέ – που έφθασε στο ζενίθ της επιτυχίας και έπειτα ζαλισμένος και άμυαλος κατρακύλησε στο ναδίρ των καταχρήσεων. Τέτοια συμβαίνουν, συνέβαιναν και θα συμβαίνουν. Πού βρίσκεται το ξεχωριστό λοιπόν; Γιατί έχει σημασία σήμερα κάποιος που κλώτσησε ένα τόπι για τελευταία φορά πριν από δεκαπέντε χρόνια;
Η ιστορία του Μαραντόνα έχει σημασία γιατί μαγικά συγκλίνει σε όλες τις αρχετυπικές δομές μιας ιστορίας που είναι ωραίο να την ακούς. Μια ιστορία για το πάμφτωχο αγόρι που έφτασε στην κορυφή και έπειτα τα γκρέμισε όλα. Για τον outsider που παίζει και απ’ τις δυο πλευρές του νόμου (το καλύτερο γκολ του αιώνα / το πιο παράνομο γκολ του αιώνα). Για την ενσάρκωση ενός φτωχού έθνους στις κινήσεις ενός παίκτη που παίρνει μες το γήπεδο τη συλλογική ρεβάνς για έναν πόλεμο που χάσαν από μια υπερδύναμη. Και τέλος, για την εξουσία του αυστηρότερου διαιτητή, του θανάτου, που ο Μαραντόνα καταφέρνει και ντριμπλάρει.
Είναι μια ιστορία που δε μετρά καθ’ αυτή. Μετρά ο συμβολικός και φαντασιακός αντίκτυπός της. Εκεί είναι που αποκτά το βάρος της, στη φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων αποκλεισμένων από τα κέντρα της δύναμης και του πλούτου. Η φτώχια θέλει καλοπέραση και θέλει σουρεαλισμό. Αυτό το γνωρίζει καλά ο Κουστουρίτσα. Το ’χει βιώσει στην πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων και το ’χει αποτυπώσει στη φιλμογραφία του.
Το ντοκιμαντέρ διανθίζεται από τις απίστευτες τελετουργίες της Εκκλησίας του Μαραντόνα (ναι υπάρχει τέτοια εκκλησία!) που ιερουργεί, παντρολογεί και δοξάζει με ναό ένα γήπεδο και ένα στριπτιζάδικο. Μεταξύ τους σε διάφορα κεφάλαια θα ξεδιπλωθεί η ιστορία του Μαραντόνα με τον Κουστουρίτσα να του παίρνει συνέντευξη.
Η ταινία δεν αγιοποιεί και ούτε καταδικάζει. Ο Μαραντόνα ήταν μια ιδιοφυΐα των γηπέδων και έξω από αυτά είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, με τις κοινοτυπίες του, τους μελοδραματισμούς του. Ο μύθος μεταλλάσσει το υλικό του και ο Κουστουρίτσα αναδεικνύει το ετερόκλητο μωσαϊκό του. Πλαισιώνει το ντοκιμαντέρ του (αν δε το γύριζε αυτός, ο επόμενος κατάλληλος θα ήταν ο Μάνου Τσάο) με τη δική του αφήγηση σε αγγλικά σλαβόφωνης προφοράς, μια αφήγηση ηρωική και πένθιμη για τον ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο Μαραντόνα και για ένα κόσμο που ανθίζει στη περιφέρεια του Κόσμου.
Ω, Μαραντόνα Προπονητή! Εκλιπαρώ. Μη μας ρίξετε πολλά με τον προφήτη σου το Μέσι, στη Νότιο Αφρική το Καλοκαίρι.
Αξιολόγηση (σπονδή εν όψει του μουντιάλ): * * * * * (5)
Δημήτρης Δρένος
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Μπάουερς
Ακούγονται: Νίκολας Κέητζ, Κρίστεν Μπελ, Σάμουελ Τζάκσον, Σαρλίζ Θερόν, Μπιλ Νάι, Ντόναλντ Σάδερνλαντ, Φρέντι Χάιμορ
Διάρκεια: 94’
Κινούμενα σχέδια! Μια ταινία «για τους μικρούς μας φίλους» όπως λένε. Μα και για τους μεγάλους. Τους πολιτικούς που αυτονομούνται από τη δημόσια σφαίρα κυβερνώντας με το βλέμμα στις δημοσκοπήσεις, τους επιστήμονες που ανακαλύπτουν για να ανακαλύπτουν, τους τεχνοκράτες που απορροφούν την αυτονομία μας ρυθμίζοντας τις ζωές μας, τις ζωές μας που εν τέλει τις ζούμε εις βάρος κάποιων άλλων. Κάποιων άλλων στην Αφρική και την Ασία που δε μένουν στις ωραίες μας πόλεις αλλά στις χωματερές τις ευημερίας μας.
Κάπου στο μέλλον η καταστροφή του περιβάλλοντος οδηγεί τους προνομιούχους να αποσπάσουν ένα βουνό από την επιφάνεια της γης και να το ανορθώσουν στον αέρα. Εκεί δημιουργείται η υπερσύγχρονη «Μέτρο», η μητρόπολη σύμβολο των μοντέρνων ονείρων και αρχιτεκτονικών σχεδιασμών μας. Στη Μέτρο οι καρποί του δεύτερου κύματος της ρομποτικής, ρομπότ ικανά να αναλάβουν το σύνολο της ανθρώπινης εργασίας – πλην του σχεδιασμού τους – υπηρετούν τους ανθρώπους.
Όπως όμως κάθε ειδύλλιο χρειάζεται την ανάμνηση ή την ύπαρξη μιας κόλασης, όπως κάθε σχεδιασμός χρειάζεται και αυτό «που δεν κολλάει στο σχέδιο», όπως κάθε παραγωγική διαδικασία παράγει τα απορρίμματά της, έτσι χρειάζεται μια γιγαντιαία χωματερή για τους ανθρώπους που δεν ανήκουν στη Μέτρο και τα ρομπότ που πάλιωσαν και από υπερχρήσιμα μετατρέπονται σε απολύτως άχρηστα. Αυτό είναι η «Επιφάνεια», δηλαδή η γη.
Τη Μέτρο κυβερνά ο Πρόεδρος Στόουν, ένας εξουσιομανής που ανησυχεί για την επανεκλογή του. Όταν ο Επιστήμονας Έλεφαντ ανακαλύψει δυο νέες μορφές ενέργειας, την Μπλε που ενέχει το σπέρμα του «καλού» και την Κόκκινη που ενέχει του «κακού», ο Πρόεδρος θα θελήσει με την κόκκινη να τροφοδοτήσει ένα υπερ-ρομπότ, βίαιο και κατασταλτικό, φόβητρο για τους εξωτερικούς εχθρούς της Επιφάνειας και σίγουρη οδό για την επανεκλογή του. Ο ουμανιστής Έλεφαντ θα αρνηθεί, όμως ο αρχετυπικός μοντέρνος επιστήμονας Τένμα δε θα διστάσει όταν ο πρόεδρος του υποσχεθεί «χρηματοδότηση για ό,τι θέλει». Όμως το κόκκινο ρομπότ – καθώς η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη όπως μας μάθαιναν στο σχολείο, η τεχνολογία έπεται της λογικής της και της πρόθεσης, αυτές καθορίζουν το τι θα ανακαλύψουμε – θα σκοτώσει το γιο του. Και τότε ο απελπισμένος Τένμα θα φτιάξει ένα πανομοιότυπο ρομπότ, με καρδιά του την μπλε ενέργεια, για να τον αναστήσει.
Είναι ο Άστρο Μπόυ. Ρομπότ για τους ανθρώπους και άνθρωπος για τα ρομπότ. Θα εξοριστεί μα δε θα βρει σπίτι ούτε στην Επιφάνεια. Θα βρει όμως συντρόφους και τελικά αυτό το μπάσταρδο του τεχνικού πολιτισμού θα νικήσει το υπερ-ρομπότ, τον Πρόεδρο και την κόκκινη ενέργεια σε μια τελική μάχη.
Πανέξυπνη ταινία και διεισδυτική αλληγορία. Δεν είναι τόσο στοχασμός για τα ηθικά ζητήματα που θα προέκυπταν σε μια εκρομποτισμένη κοινωνία όσο σχόλιο για το περιθώριο, τις κατώτερες τάξεις, τους απόβλητους και αναλώσιμους ανθρώπους. Τα ρομπότ του έργου γίνονται μετωνυμία για όλους τους δούλους, υπηρέτες, σκλάβους, κίτρινους, μαύρους, ινδιάνους και πακιστανούς που κάθε τόσο τους θεωρούμε υπάνθρωπους, ρομπότ χωρίς καλώδια και ανθρώπους χωρίς ψυχή. (προσέξτε τη σκηνή που αναφέρεται στο Σπάρτακο του Κιούμπρικ)
Το κείμενο κάπου εδώ τελειώνει και είναι φριχτά άνισο και μπερδεμένο. Μα μια καλή ταινία επιστημονικής φαντασίας οφείλει να σε μπερδεύει, να γίνεται το πειραματικό εργαστήριο των ενδεχομένων. Μια υπέροχη ταινία για τους μικρούς μας φίλους, για εμάς που μεγαλώσαμε και φυσικά ενάντια στους μεγάλους εχθρούς μας.
* * * *
Δημήτρης Δρένος
Σκηνοθεσία: Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ
Παίζουν: Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον, Άτλι Ραφ Σίγκουρντσον, Τόρστιν Γκούναρσον
Ισλανδία, 2006. Διάρκεια: 94΄
Αστυνομικό θρίλερ σκληρό, νοσηρό, ατμοσφαιρικό, με μια πλοκή εύκολα προβλέψιμη, αλλά με αρκετή αφηγηματική επιτηδειότητα ώστε να το κρύβει εντέχνως, το Jar City μας ξανασυστήνει τον Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ, τον σκηνοθέτη που συνέβαλε αποφασιστικά στην αναγέννηση του ισλανδικού κινηματογράφου. Με τα 101 Ρέικιαβικ, ο Κορμάκουρ μας παρουσίασε μια Ισλανδία γεμάτη νεανικό παλμό, θετική ενέργεια και δωρεάν θέρμανση από τα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου που διαθέτει το απόμακρο αυτό νησί στην βορειοδυτική εσχατιά της Ευρώπης. Στο Jar City τα πράματα έχουν αλλάξει άρδην: Η Ισλανδία παρουσιάζεται τώρα σαν μια χώρα σκοτεινή και βλοσυρή, ένα τοπίο σεληνιακό, όπου οι ατμοί και τα αέρια που αναβλύζουν από την στέρφα γη δεν εκφράζουν πλέον το όνειρο μιας φτηνής ενεργειακής πηγής, αλλά τον εφιάλτη μιας κοινωνίας απόκοσμης, εσωστρεφούς, με καλά κρυμμένα μυστικά και ανθρώπους που στοιχειώνονται από μια ενέργεια δαιμονική.
Η ταινία βασίζεται στο γνωστό μοτίβο του αστυνομικού που ερευνά ένα φόνο. Ο Έρλαντουρ είναι ένας ακόμα σκληροτράχηλος, μισανθρωπικός ντετέκτιβ, που κρύβει πίσω από την εργασιομανία του και την επαγγελματική του ευσυνειδησία την πλήρη αποτυχία της προσωπικής του ζωής. Καλείται να διερευνήσει τον φόνο ενός περιθωριακού ατόμου, που μοιάζει να μην είναι τίποτα παραπάνω από ένας απόκληρος της ζωής εθισμένος στην πορνογραφία. Εκκινώντας από τη φωτογραφία του μνήματος ενός παιδιού που εντοπίζει στο διαμέρισμά του, ο Έρλαντουρ θα επιχειρήσει να ξετυλίξει το νήμα του δράματος της ζωής αυτού του ανθρώπου, προκειμένου να διαλευκάνει το μυστήριο της δολοφονίας του. Στην υπόθεση εμπλέκεται επίσης και ο Ορν, ένας πονεμένος πατέρας που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει κάποια θεραπεία για την μικρή του κόρη, η οποία πάσχει από μια ανίατη θανατηφόρο ασθένεια. Στην πραγματικότητα, το θέμα του πονεμένου πατέρα, της αποτυχίας της οικογένειας και του κατατρεγμού από τους δαίμονες ενός αναπόδραστου παρελθόντος αποτελούν κυρίαρχα μοτίβα του έργου. Η Ισλανδία παρουσιάζεται σαν ένα περίκλειστο νησί-παγίδα, με λιγοστούς κατοίκους που αναπόφευκτα διαπλέκονται μεταξύ τους με νήματα που συχνά δεν θέλουν καθόλου να θυμούνται. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από κανέναν και τίποτε, αργά ή γρήγορα η νέμεση έρχεται, και είναι σκληρή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και το δευτερεύον μοτίβο της έρευνας του γενετικού υλικού, μοτίβο που εμπνέεται μάλιστα από ένα υπαρκτό πρότζεκτ της ισλανδικής κυβέρνησης, το οποίο έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις. Jar City είναι μια τεράστια υπηρεσία στην οποία υποτίθεται πως φυλάσσεται το γενετικό υλικό όλων των κατοίκων της χώρας. Η πρόσβαση στο αρχείο αυτό, νόμιμη ή ίσως και παράνομη, μπορεί να δώσει ουκ ολίγες πληροφορίες σε πληθώρα ερωτημάτων σχετικά με την αληθινή ταυτότητα, την κατάσταση της υγείας και το γενεαλογικό δέντρο του οποιουδήποτε. Εδώ η Ισλανδία της εσωστρέφειας και της παράδοσης συναντά σε έναν μάλλον παρά φύση γάμο την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Το μόνο που λείπει από την ταινία είναι μια μικρή έστω νύξη στις οικονομικές δομές της χώρας. Μήπως τελικά εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού εδράζεται το αληθινό «κακό» της ισλανδικής κοινωνίας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ξεπερνά όμως τις προθέσεις και την εμβέλεια του καλοφτιαγμένου κατά τ’ άλλα θρίλερ του Κορμάκουρ.
***
TRAINWRECK: MY LIFE AS AN IDOIT
Παίζουν: Σον Ουίλιαμ Σκοτ, Γκρέτσεν Μολ, Τζεφ Γκάρλιν
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 93΄
Τελικά, το να παριστάνεις τον ηλίθιο είναι κάτι που πουλάει. Το γνωρίζει πολύ καλά η Ελένη Μενεγάκη, η οποία έχτισε μια καριέρα εκατομμυρίων προσπαθώντας να πείσει τον κάθε βλαμμένο τηλεθεατή πρωινάδικων ότι μια ξανθιά γυναικάρα μπορεί να είναι ηλιθιότερη από τον ίδιο. Το γνωρίζει επίσης και ο Σον Γουίλιαμ Σκοτ, ήδη από την εποχή του American Pie, του Road Trip και του Dude, Where’s my Car. Η δικιά του περίπτωση όμως είναι λίγο πιο περίπλοκη: Γελάμε μεν εις βάρος του, γελάμε όμως και γιατί μπορούμε να ταυτιστούμε (κρυφά, έστω) μαζί του. Υπάρχει κάτι το λυτρωτικό στην ταύτιση με έναν ηλίθιο και ανίκανο άνθρωπο, ίσως γιατί τελικά η ζωή μας δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται, ίσως γιατί όλοι μας κάποιες φορές νιώθουμε πνιγμένοι μέσα σε έναν ωκεανό από γραπτούς και άγραφους κανόνες, χρήσιμες και άχρηστες πληροφορίες, κοινωνικές συμβάσεις και απαιτήσεις των άλλων. Η ταινία που σας προτείνουμε αυτή τη βδομάδα βγάζει ακριβώς αυτή τη διττότητα: Από τη μια το γελοίο του πράγματος, κι από την άλλη τη σοβαρή πλευρά, την οδυνηρή διάσταση του «βλάκα» που κρύβουμε μέσα μας επιμελώς λίγο-πολύ όλοι μας. Ο ήρωας της ταινίας, παρότι μεγαλωμένος με όλες τις ανέσεις, βαδίζει από αποτυχία σε αποτυχία: δυσκολεύεται να διαβάσει και να γράψει, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, παθαίνει διάφορες κρίσεις πανικού, αδυνατεί να πάρει αποφάσεις, δεν ξέρει ούτε καν πού να παρκάρει το αυτοκίνητό του για να μην τον γράψουν, αλλά ούτε και πώς να πληρώσει τις κλίσεις που παίρνει. Ακόμα και ένα σκάφος που του δάνεισαν κάποτε, κατάφερε να το βυθίσει με το πρώτο. Καθόλου παράξενο λοιπόν που το έχει ρίξει στο ποτό και γυρίζει από συγκέντρωση σε συγκέντρωση των Ανώνυμων Αλκοολικών διηγούμενος τις περιπέτειές του. Πάνω στο εύρημα αυτών των αφηγήσεων είναι δομημένη η ταινία, σαν μια σειρά από διαδοχικά, συχνά πολύ αστεία, φλάσμπακ. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις θα γνωρίσει και το απαραίτητο «αίσθημα». Η πρώτη τους ερωτική συνεύρεση θα λυτρώσει πιθανόν πολλούς θεατές από τις δικές τους ανασφάλειες: απόδοση χειρότερη από τη δική του μάλλον δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Κι όμως, όπως δείχνει η συνέχεια, δεν παίζεται εκεί το παιχνίδι των σχέσεων. Η ταινία από τη μία σε λυτρώνει, από την άλλη όμως σου υπενθυμίζει: αδύνατον να ζήσεις μια κανονική ζωή αν δεν μάθεις να αναλαμβάνεις και κάποιες ευθύνες, αν επιτέλους δεν «ενηλικιωθείς». Το κάνει όμως χωρίς να γίνεται διδακτική, αλλά ούτε και χαζοχαρούμενη, αποφεύγει μάλιστα και το κλασικό happy end. Το τελικό αποτέλεσμα δεν απογειώνεται, είναι όμως αρκούντως αστείο, έξυπνο και ευαίσθητο για μια κατ’ οίκον θέαση.
***
****
***
L’ EMPREINTE DE L’ ANGE
Σκηνοθεσία: Σαφί Νεμπού
Παίζουν: Κατρίν Φροτ, Σαντρίν Μπονέρ
Γαλλία, 2008. Διάρκεια: 95΄
Κάτι μεταξύ ψυχολογικού θρίλερ α λα Χίτσκοκ, μητρικού μελοδράματος και τηλεοπτικής κοινωνικής ταινίας για προβληματισμό, αυτή η γαλλική ταινία, η οποία βασίζει πολλά στη χημεία και την αλληλεπίδραση των δυο σπουδαίων πρωταγωνιστριών της, δεν είναι τυχαίο ότι αρχίζει σε ένα εμπορικό κέντρο. Η ηρωίδα της, η σαρανταπεντάρα υπάλληλος φαρμακείου Έλσα, διαζευγμένη με ένα δεκάχρονο γιο, περιδιαβάζει σ’ αυτό το αρχιτεκτονικό σύμβολο του καπιταλισμού. Αργότερα, σε κάποιο πάρτι όπου συνοδεύει το γιο της, θα δει ένα επτάχρονο κοριτσάκι που, για κάποιον άγνωστο σε μας λόγο, θα την εντυπωσιάσει και θα μιλήσει κατά κάποιο μυστήριο τρόπο στην ψυχή της. Σύντομα θα αναπτύξει μια παράξενη εμμονή γι’ αυτό. Κάτι σαν το «Θάνατο στη Βενετία» στην γυναικεία εκδοχή του. Αφού μάθει από το γιο της το όνομά της, θα επιχειρήσει να γνωρίσει την οικογένειά της, και με πρόσχημα τα παιχνίδια του γιου της με τον αδελφό του κοριτσιού, θα προσπαθήσει να περνά όλο και περισσότερο χρόνο μαζί της. Σύντομα, η Κλερ, η μητέρα του κοριτσιού, θα αντιληφθεί ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει…
Η ταινία θα χάσει πάρα πολύ από τη δύναμή της αν αποκαλύψουμε οτιδήποτε περισσότερο, πρόκειται πάντως για μια ιδιαίτερα βραδύκαυστη ταινία, που οικοδομεί αργά-αργά ένα κλίμα έντασης, μυστηρίου και επικείμενης απειλής, ποντάροντας αρκετά πάνω στο οικείο μοτίβο της «παραβίασης της οικογενειακής ειρήνης». Η Έλσα παλινδρομεί μεταξύ μητρικής αγάπης, έρωτα, κτητικότητας και τρέλας, σταδιακά όμως συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι ο μόνος αμφιλεγόμενος χαρακτήρας κι ότι κάτι ίσως κρύβεται πίσω από τη φαινομενική ευτυχία και ισορροπία και της Κλερ. Κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό. Οι χιτσκοκικές τεχνικές δημιουργίας σασπένς έχουν την τιμητική τους, συχνά όμως παραμένοντας στο επίπεδο της φορμαλιστικής άσκησης, αφού δεν καταφέρνουν να φορτίσουν «το τετράγωνο της οθόνης με συγκίνηση», για να παραθέσουμε τα λόγια του ίδιου του μετρ του σασπένς. Όπως χαρακτηριστικά γράφει και ο cheaplog στο Movies for the Masses, όταν η τεχνική απομένει κενή περιεχομένου, γίνονται… «Όλα μέρος ενός μοτίβου που μπορεί να πάρει το μυστήριο της αποτρίχωσης πατουσών και να το βγάλει στις αίθουσες». Αυτό που τελικά ανταμείβει το θεατή είναι το ανατρεπτικό φινάλε, που τοποθετεί το ζήτημα της κηδεμονίας των παιδιών πάνω στο μοναδικό ίσως άξονα που αναγνωρίζει ο καπιταλισμός: τον άξονα της ιδιοκτησίας…
**